"Arbeit Macht Frei" (η εργασία απελευθερώνει): επιγραφή τοποθετημένη στην είσοδο των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης
ΠΕΛΑ ΜΑΡΚΕΤΑΚΗ
·
Ο «πόλεμος στον πόλεμο των αφεντικών» προϋποθέτει κι έναν άλλο πόλεμο: αυτόν για να ξεριζώσουμε από μέσα μας τη νοοτροπία του δούλου. Ανέκαθεν αυτό που ήμασταν ήταν δούλοι, άλλοι καλοπληρωμένοι, άλλοι κακοπληρωμένοι και άλλοι εις αναζήτηση αφεντικού, αλλά πάντως δούλοι.
Τόσο πολύ εξυμνήθηκε από τα πολιτικοοικονομικά συστήματα –γιατί άραγε?- ο παραγωγικός άνθρωπος, που έγινε αυτοσκοπός και η απόλυτη δικαίωση μιας ανθρώπινης ύπαρξης. Ξεχάσαμε βέβαια ότι προορισμός μας είναι κάτι άλλο, που απαιτεί χρόνο, άφθονο χρόνο ελεύθερο και διαθέσιμο: να είμαστε ολοκληρωμένοι άνθρωποι και όντα σκεπτόμενα και βαθιά κοινωνικά και πολιτικά, αλλιώς απλά καταντάμε παραγωγικές κότες.
Η εργασία υπήρξε πάντοτε και κατά κανόνα δουλειά, δηλ. δουλεία. Στις καλές, προ «κρίσης» εποχές, σ’ αυτές δηλ. που πολλοί ονειρεύονται να επανέλθουμε, η εργασία ήταν οτιδήποτε άλλο, παρεκτός δημιουργία και προσφορά: Δούλοι ήδη του καπιταλιστικού τρόπου και ονείρου ζωής, δουλεύαμε για να αποταμιεύσουμε, να πλουτίσουμε, να αυξήσουμε τα υλικά αγαθά μας και να «καταξιωθούμε». Χρήμα και φήμη, αυτή ήταν πάντα η κρατούσα αποτίμηση της εργασίας.
Το οχτάωρο που κάποιοι έχυσαν αίμα γι' αυτό και που τώρα το κλαίμε, το αυτό-καταργήσαμε βέβαια μονάχοι μας, όταν κάναμε δυο και τρεις δουλειές και άφθονες υπερωρίες, όχι γιατί τις είχαμε ανάγκη, αλλά για να καταφέρουμε να αγοράσουμε εκείνο το καινούργιο αμαξάκι, εκείνα τα ρουχαλάκια μάρκας, εκείνες τις ονειρεμένες διακοπές- δέκα ημέρες παύση απ' τη ζωή που δεν ήταν ζωή-, εκείνη τη γκαρσονιέρα που ως μαθητευόμενοι κι εμείς μάγοι του καπιταλισμού, θα τη νοικιάζαμε στα «φοιτητάκια με το κεφάλι», έτσι ώστε να νιώσουμε κι εμείς μια μυρωδιά από «κεφάλαιο».
Θυμάμαι τη διαφήμιση τράπεζας που έλεγε με περηφάνια (και σοφά βέβαια) πως «μεγαλώσαμε και οι επιθυμίες μας έγιναν ανάγκες». Αυτό ακριβώς συνέβη: αποξενωμένοι από τις πραγματικές μας ανάγκες, εντελώς ανίκανοι να καλύψουμε τα ουσιαστικά που γεμίζουν το κενό, επιδοθήκαμε σε ένα ξέφρενο κυνήγι του επουσιώδους. «Κάτι να γυαλίζει», αυτό θέλαμε πάντα.
Σε υλικό επίπεδο τα απλά και τα ουσιώδη είναι και τα μόνα απαραίτητα. Όμως, τα ζόρικα, αυτά δηλαδή που απαιτούν ψυχική ωριμότητα και προσωπική ολοκλήρωση, σταθήκαμε ανίκανοι να τα έχουμε κι εύκολα και γρήγορα θάψαμε την ανάγκη μας γι’ αυτά. Την αυτοπραγμάτωση, τους στενούς και ουσιαστικούς δεσμούς με τους άλλους, την αλληλεγγύη, την αγάπη, την καλοσύνη, την προσφορά, την αυθεντική χαρά και την αποδοχή της ύπαρξης μας που μόνο η βαθιά αγάπη του εαυτού μας και των άλλων μπορεί να μας δώσει, τη λαχτάρα να κοινωνήσουμε ελευθερία, όλα δηλαδή όσα μας κάνουν αυθεντικούς, τα μεταμφιέσαμε σε ανάγκη για χρήμα, αποκτήματα και καταξίωση, σε «ανάγκη» δηλαδή για εξουσία. Και την εργασία την είδαμε απλά ως μέσον για όλα τα παραπάνω.
Πόσοι είναι αυτοί που δεν αποτιμούσαν τη ζωή με βάση το έχειν, αλλά το είναι? Ελάχιστοι. Κι απ’ αυτούς πάλι, πόσοι ήταν εκείνοι που δεν θεωρούσαν ως «είναι» τους, ως ταυτότητα και πηγή της σπουδαιότητάς τους, την τάδε ή δείνα δουλειά που κάνανε, τη θέση τους και τη φήμη τους? Πόσοι ήταν εκείνοι που δεν θεοποιήσαν τις λέξεις φετίχ της σύγχρονης δουλείας, όπως ανταγωνιστικότητα, φιλοδοξία, ευελιξία, προσαρμοστικότητα, δια βίου μάθηση (και όχι καλλιέργεια και όχι παιδεία). Πόσοι είναι αυτοί που κορνιζάρανε τα πτυχία και τις επαγγελματικές τους διακρίσεις (η ανθρωπιά δεν χωράει σε κορνίζες ευτυχώς). Πόσοι είναι αυτοί που ακούγανε το «είμαι το νούμερο 8, με ξέρουν όλοι με αυτό» κι ανατριχιάζαν, αλλά ξεχνούσαν ότι κι αυτοί νούμερα ήτανε: ΑΦΜ, ΑΜΚΑ, υπάλληλος τάδε βαθμού, δείνα πτυχίου και παραδείνα προϋπηρεσίας.
Πόσοι είναι αυτοί που τους ρωτούσες τι κάνεις και σου απαντούσαν «τρέχω» με περηφάνια? Κι έτρεχαν να φτάσουν που? Σε καμιά ευτυχία? Σε κανένα φίλο που λαχταρούσαν να δουν? Σε καμιά αγκαλιά? Σε καμιά χαρά και δημιουργία? Σε καμιά ψυχική ανάταση? ‘Όχι, τρέχανε να μπουν σε τέσσερις τοίχους, να σκύψουν πάνω από χαρτιά, να στηθούν σε ουρές, να βρίσουν και να βριστούν, να διεκπεραιώσουν, να σκύψουν το κεφάλι στον προϊστάμενο, να κάνουν δημόσιες σχέσεις και να δικτυωθούν.
Κι ύστερα σέρνανε τα βήματά τους, να μπουν σε ένα σπίτι άδειο ή να δουν ανθρώπους που είχαν ξεχάσει προ πολλού την αληθινή τους υπόσταση, να πάρουν τα αγχολυτικά τους και τρέμοντας τον αληθινά ελεύθερο χρόνο, το στοχασμό και την αληθινή αναμέτρηση με τον εαυτό τους και με το κενό, να τον σκοτώσουν – κυριολεκτικά όμως - με «άλλες» σπουδαίες κατ’ οίκον εργασίες και με φτηνή τέχνη, (κάθε τέχνη γίνεται φτηνή όταν καταναλώνεται προς επίδειξη ή για να σκοτώσει την ανία) και με ανούσιους και κατ' ανάγκη συγχρωτισμούς, χωρίς χαρά, με ανθρώπους που τίποτα κοινό δεν τους ένωνε παρεκτός ίσως η αμοιβαία χρηστικότητα.
Και πότε η περίφημη φτηνο-ψυχολογία του χώρου της εργασίας, έκανε λόγο ουσιαστικό για απάνθρωπες συνθήκες που σε αλλοτριώνουν, παρά μόνο μιλούσε για διαχείριση άγχους και θυμού (των πλέον δηλ. υγιών συναισθημάτων ενός φυσιολογικού ανθρώπου, όταν υφίσταται το σύγχρονο τρόπο εργασίας) και για το πώς να γίνεις πιο ευέλικτος και αποδοτικός.
Και πότε, ό,τι κάναμε το κάναμε με πραγματική αγάπη και πότε νιώσαμε ότι 60 λεπτά απ’ τη ζωή μας ήταν απολύτως ισάξια και ισότιμα με 60 λεπτά απ’ τη ζωή του διπλανού μας, με ή χωρίς πτυχία και θέσεις και ιεραρχίες? Και πότε είπαμε τη λέξη «ευχαριστώ» στον άνθρωπο που μας σέρβιρε τον καφέ μας ή μας έδωσε τα τσιγάρα μας, αναγνωρίζοντας πραγματικά την αξία και την προσφορά της κάθε εργασίας?
Και πότε όλοι οι πιστοί της νέας θρησκείας, της εργασίας (ακριβώς, γιατί την είχαμε θεοποιήσει ως όπιο και παυσίπονο και παυσίλυπο και ταυτότητα και μέσο κοινωνικής ανόδου και καταξίωσης) σταθήκαμε να αναλογιστούμε πόση συμπυκνωμένη αλήθεια κρύβει, για όλη τη σαθρή κοσμοθεωρία μας, μια φράση του Χαϊνη, του Δημήτρη Αποστολάκη, από μια συνέντευξή του: «Η επιτυχία είναι το σπορ των μετρίων»…
Υ.Γ. : «…κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία…»
1 σχόλιο:
Ποσες αληθειες...
Δημοσίευση σχολίου