Υπ'όψιν:
1) Της κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου
2) Του κ. Προϊσταμένου Επιθεώρησης Δικαστών και Δικαστηρίων
3) Του κ. Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών
Εξ αφορμής μίας υπόθεσης παραθέτουμε τις κατωτέρω σκέψεις, που θα αποτελέσουν και περιεχόμενο αιτήσεως για γνωμοδότηση, από την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και τον κ. Διευθύνοντα την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, και πειθαρχικής αναφοράς σε βάρος των Εισαγγελέων Προσδιορισμού Αθηνών, κ. Αλέξάνδρας Πίσχοινα, και κ. Δήμητρας Πατσουράτη.
Οι
παρακάτω, δε, σκέψεις διατυπώνονται χωρίς καμία εμπάθεια, και χωρίς
καμία διάθεση νομικής ματαιοδοξίας, παρά μόνον για την προάσπιση των
δικαιωμάτων των διαδίκων σε μία ποινική δίκη.
Διάδικος
ποινικής δίκης, και δη κατηγορουμένη, αιτήθηκε αντίγραφα της
δικογραφίας, που εκκρεμεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημ/κείου, και
δη ένα έγγραφο (ιατρικό πιστοποιητικό), που προσεκόμισε ο πληρεξούσιος
δικηγόρος της, και το οποίο αναγνώστηκε στο Δικαστήριο, το οποίο και
ανέβαλε τη δίκη.
Η
αίτηση χρεώθηκε στην Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, κ. Δήμητρα
Πατσουράτη, η οποία ήταν αρχικά θετική στην αυτονόητη χορήγηση του εν
λόγω εγγράφου, πλην, όμως, λόγω έλλειψης εμπειρίας, στη θέση του
Εισαγγελέα Προσδιορισμού, ζήτησε τη γνώμη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών
Αθηνών, κ. Αλεξάνδρας Πίσχοινα, με την οποία συνυπηρετεί, και η οποία
θεωρητικά έχει πολύ μεγαλύτερη εμπειρία στη θέση αυτή.
Η
γνώμη της κ. Αλεξάνδρας Πίσχοινα ήταν ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει
δικαίωμα να λάβει γνώση του εν λόγω εγγράφου (προσκομισθέντος από τον
ίδιο ιατρικού πιστοποιητικού, ήδη αναγνωσθέντος σε δημόσια συνεδρίαση
δικαστηρίου), παρεκτός εάν επικαλείτο ειδικό λόγο προς τούτο, και
προσκόμιζε τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα, ότι δηλαδή έπρεπε να
χρησιμοποιήσει αυτό σε άλλη δίκη (αστική ή ποινική).
Η
κ. Δήμητρα Πατσουράτη αμέσως μετά την ως άνω υπόδειξη της συναδέλφου
της, δηλαδή χειραγωγηθείσα νομικά, αποφάνθηκε εγγράφως ότι:
"Απορρίπτεται, καθόσον δεν προκύπτει έννομο συμφέρον της αιτούσης Αθήνα, 22-9-2014".
Σε
νεότερη αίτηση, με το ίδιο περίπου περιεχόμενο, στην οποία ο
πληρεξούσιος δικηγόρος αιτείτο εξηγήσεις για τον λόγο απόρριψης της
νόμιμης, ως άνω, αιτήσεώς του, και δη βάσει ποιας διατάξεως του Κ.Π.Δ.
έλαβε χώρα αυτή, η ίδια Εισαγγελέας αποφάνθηκε την επομένη ημέρα ότι:
"Ζητηθεί
η δικογραφία Αθήνα, 22-9-2014...Απορρίπτεται, καθόσον δεν προκύπτει η
ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, η οποία εν προκειμένω απαιτείται, αφού το έγγραφο που ζητείται σε αντίγραφο ουδεμία σχέση έχει με την ποινική κατηγορία Αθήνα, 23-9-2014".
Επί του νομικού θέματος χορήγησης αντιγράφων ποινικής δικογραφίας, λεκτέα τα εξής:
Κατ'άρθρο 147 Κ.Π.Δ., "Αντίγραφα των αποφάσεων, των διατάξεων των πρακτικών, των βουλευμάτων,
καθώς και κάθε εγγράφου της ποινικής διαδικασίας δίνονται μετά το τέλος
της σε κάθε διάδικο της ποινικής δίκης, ενώ σε οποιονδήποτε άλλον που
έχει συμφέρον δίνονται με αίτηση του και με έγκριση του προέδρου του
δικαστηρίου ή του πταισματοδίκη. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 101, 104, 107 και 108, σε
οποιονδήποτε τρίτο που έχει έννομο συμφέρον είναι δυνατό να δοθούν
αντίγραφα με ομόφωνη έγκριση του ανακριτή και του εισαγγελέα".
Σύμφωνα, δε, με το υπ'αριθμ. 1327/2009 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εξεδόθη από τους Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Θεόδωρο Τζανάκη, και Γεώργιο Παπανδρέου-Εισηγητή, επ'αφορμής της γνωστής σκανδαλώδους υπόθεσης SIEMENS-Ζαγοριανού, ισχύουν τα εξής:
Το άρθρο 6 § 1 εδ. 1
της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974)
ορίζει τα ακόλουθα: «Παν πρόσωπον έχε δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του
δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου
και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα
αποφασίση είτε επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως,
είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Στη
διάταξη αυτή θεμελιώνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου σε δίκαιη δίκη, που
δεν εξαντλείται στην πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά κατοχυρώνει και την
από κάθε άποψη οργάνωση μιας διαδικασίας, η οποία ενστερνίζεται τις
σύγχρονες προδιαγραφές του κράτους δικαίου και εγγυάται την πλήρη και
αποτελεσματική δικαστική προστασία. Η εν λόγω διάταξη -που δυνάμει του
άρθρου 28 § 1 Συντ. έχει ισχύ υπέρτερη των κανόνων της κοινής
νομοθεσίας- συγκροτεί ένα ευρύ πλέγμα επιμέρους κανόνων που
συμπορεύονται με την προστασία του άρθρου 20 § 1 Συντ. Οι δύο διατάξεις
βρίσκονται καταφανώς σε στενή διαλεκτική σχέση και αλληλοσυμπληρώνονται
(πρβλ. Κ. Μπέη, ΕρμηΣ, 1999, άρθρο 20, αρ. 40 και Εμμ. Ρούκουνα, Διεθνής
προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 1995, σ. 48). Στο κανονιστικό
περιεχόμενο του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ανήκει όχι μόνον η πρόσβαση στο
δικαστήριο, αλλά και η προβολή των ισχυρισμών των διαδίκων με κάθε
πρόσφορο μέσο, και φυσικά η δυνατότητα επίκλησης και προσαγωγής μέσων
που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς (πρβλ. J. Frowein - W. Peukert,
Europaische Menschenrechtskorrvenrion, EMRK-Kommentar, 1985, Art. 6, Nr.
71 και Κ. Μπέη, ΕρμηΣ, 1999, άρθρο 20, άρ. 17), 'Οπως δέχεται, εξάλλου,
παγίως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δίκαιη δίκη
υπάρχει μόνον όταν η προβλεπόμενη δικαστική προστασία είναι
αποτελεσματική. Όταν δηλαδή δεν προβάλλουν νομικά ή πραγματικά εμπόδια
που δυσχεραίνουν την πρόσβαση σε δικαστήριο και την ακρόαση από αυτό. Το
Δικαστήριο δεν παραλείπει μάλιστα να τονίσει ότι το σχετικό δικαίωμα
έχει εξέχουσα θέση σε μία δημοκρατική κοινωνία και συνδέεται άρρηκτα με
την αρχή της νομιμότητας, (πρβλ σχετικά Ευ. Κρουσταλάκη, Το δικαίωμα σε
«χρηστή δίκη» κατά το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Δ 13 (1982). 624, Χ. Χρυσανθάκη, Ο ελληνικός
μηχανισμός παροχής δικαστικής προστασίας υπό το φως της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δ 22 (1991). 815-816, Εμμ Ρούκουνα,
ό.π., σ. 156-157, 160-161, Π.-Μ. Ευστρατίου, Το δικαίωμα δικαστικής
προστασίας σε διοικητικές διαδικασίες και το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 1996, σ. 70, 185-186. Βλ. και
ΕΔΔΑ Υπόθεση Nerath κατά Ελλάδας, Αποφ. Της 18.12.08, ΠοινΔικ 305). Τα
κράτη υπέχουν υποχρέωση να εξασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική
προστασία όχι μόνο με την πρόβλεψη δικονομικών δυνατοτήτων αλλά και με
την αποτελεσματική λειτουργία στην πράξη των προβλεπομένων εγγυήσεων
(πρβλ. Σπ. Καραλή, Το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου και η ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας,
ΕΔΔΔ 40 (1996). 481 και Π.-Μ. Ευστρατίου, ό.π., σ. 70-71, 185-186).
Κατά συνέπεια, οφείλουν να αίρουν με θετικές ενέργειες τα νομικά και
πραγματικά εμπόδια που παρακωλύουν ενδεχομένως την παροχή πλήρους και
αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας [(πρβλ. Ευ. Κρουσταλάκη, Το
δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη (δικαίωμα για χρηστή δίκη)] κατά το
άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΕλλΔνη 27
(1986). 614 και Ηλ. Καστανά Γ. Κτιστάκι, της νομολογίας τον Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2000, σ. 77).
Από τις σκέψεις που προηγήθηκαν προκύπτει ότι
τα δικαστήρια πρέπει να ερμηνεύουν τις ισχύουσες διατάξεις κατά τρόπο
που όχι μόνο δεν παρακωλύει, αλλά αντίθετα προωθεί την παροχή πλήρους
και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Δεν επιτρέπεται λοιπόν η
ερμηνεία κανόνων κατά τρόπο που παρεμποδίζει την αποτελεσματική άσκηση
του δικαιώματος. Γι' αυτό ακριβώς πρέπει να διευκολύνεται κάθε διάδικος
και ο κατηγορούμενος στην ανεύρεση του αποδεικτικού υλικού που κρίνει
αναγκαίο για την απόδειξη των ισχυρισμών του.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ:
«Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον
μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Σύμφωνα με το άρθρο 6 § 3
α, β της ΕΣΔΑ: «3. Ειδικότερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: .. α)
όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν
εννοεί και εν λεπτομέρεια την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του
κατηγορίας, β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς
προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του». Σύμφωνα με την νομολογία του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το προνόμιο της μη αυτοενοχοποίησης και το
δικαίωμα σιωπής αποτελούν γενικά αναγνωρισμένες διεθνείς εγγυήσεις, που
ανήκουν στον πυρήνα μιας δίκαιης διαδικασίας. Ο σκοπός τους είναι να
προστατεύουν τον κατηγορούμενο από τον ανεπίτρεπτο καταναγκασμό εκ
μέρους των αρχών, εξασφαλίζοντας έτσι τους σκοπούς του άρθρου 6. Το
δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης πρωτίστως αφορά το σεβασμό της βούλησης
ενός κατηγορουμένου προσώπου και προϋποθέτει ότι η κατηγορούσα αρχή
αποσκοπεί να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου χωρίς να προσφεύγει
σε αποδείξεις που αποκτήθηκαν με μεθόδους που χρησιμοποιούν απειλή ή
καταπίεση να καμφθεί η βούληση του κατηγορουμένου. Το ΕΔΔΑ προσθέτει ότι
εξετάζοντας αν μια διαδικασία έχει εξαλείψει την ουσία του προνομίου μη
αυτοενεχοποίσης, αυτό θα εξετάσει τη φύση και το βαθμό του
καταναγκασμού, την ύπαρξη σχετικών εγγυήσεων στις διαδικασίες, και τον
τρόπο χρήσης των στοιχείων που αποκτήθηκαν με αυτό τον τρόπο, Το πεδίο
εφαρμογής του δικαιώματος σιωπής δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις
άσκησης πίεσης για να καμφθεί η βούληση του κατηγορουμένου. Το δικαίωμα
αυτό προστατεύει την ελευθερία επιλογής που έχει ένα ύποπτο πρόσωπο να
επιλέξει αν θα μιλήσει ή όχι. Αυτή η ελευθερία επιλογής ουσιαστικά
υπονομεύεται στις περιπτώσεις που οι αρχές χρησιμοποιούν κάποιο τέχνασμα
για να αποσπάσουν από τον ύποπτο συγκεκριμένη συμπεριφορά και να την
χρησιμοποιήσουν στη συνέχεια ως απόδειξη στη δίκη (βλ. απόφαση Allan
κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 5.11.2002).
Σημειώνεται ότι κατά τη νομολογία του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (European Court of Human
Rights), η ΕΣΔΑ συνιστά εφαρμοστέο δικανικό κανόνα που υπερισχύει του
εσωτερικού δίκαιου (άρθρο 28 § 1 ελληνικού Συντ.) (βλ. Υπόθεση Perlala
κατά Ελλάδος της 22.2.2007 (Αριθ. Προσφυγής 17721/04). Συνεπώς, θα
πρέπει οι διατάξεις των κοινών νόμων, ανάμεσα στους οποίους
περιλαμβάνονται και οι διατάξεις της ποινικής δικονομίας να ερμηνεύονται
κατά τρόπο σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και
κατά συνέπεια οι διατάξεις των κοινών ποινικοδικονομικών διατάξεων δεν
μπορούν να ματαιώσουν την εφαρμογή των κανόνων αυξημένης τυπικής ισχύος,
όπως οι διατάξεις της ΕΣΔΑ (βλ. Κ. Χρυσόγονο στο Τόμο της Εθνικής
Σχολής Δικαστών με τίτλο «Η επίδραση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην ερμηνεία και εφαρμογή του Ελληνικού
Δικαίου, στις σ. 31 και επ., όπου άρθρο του Κ. Χρυσόγονου βλ. επίσης Κ.
Χρυσόγονο, Ατομικά, Κοινωνικά Δικαιωματα, εκδ. 2002 σ. 426).
Περαιτέρω, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, στην
έννοια της «αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν» της υπερασπίσεως,
περιλαμβάνεται και το δικαίωμα πρόσβασης στη δικογραφία, που έχει
σχηματισθεί σε βάρος του κατηγορουμένου (Bonzi κατά Ελβετίας, προσφυγή
αρ. 7854/77, Guy Jespers κατά Βελγίου, προσφυγή αρ. 8404/ 78). Περαιτέρω
δε το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι «Οι διαδικασίες θα πρέπει να διεξάγονται
κατ' αντιδικία και θα πρέπει πάντα να εξασφαλίζεται «η ισότητα των
όπλων» ανάμεσα στα μέρη, την κατηγορούσα αρχή και τον κατηγορούμενο. Η
ισότητα των όπλων δεν εξασφαλίζεται όταν ο συνήγορος δεν έχει πρόσβαση
σε εκείνα τα έγγραφα της ανάκρισης τα οποία είναι ουσιώδη, ώστε να
ανατρέψουν την νομιμότητα της κράτησης ... Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR) αναγνωρίζει την ανάγκη να διεξαχθεί η
ανάκριση αποτελεσματικά, το οποίο εφαρμόζεται και στο κομμάτι συλλογής
πληροφοριών κατά την διάρκεια αυτής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην
παραποιούνται τα στοιχεία και να υποβιβάζεται το έργο της δικαιοσύνης.
Παρόλα αυτά, αυτός ο νόμιμος σκοπός δεν μπορεί να θέτει ένα ουσιώδη
περιορισμό στο δικαίωμα της υπεράσπισης» (απόφαση Lietzow κατά
Γερμανίας). Με άλλα λόγια, η ισότητα των όπλων υποχρεώνει τις
εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές να θέτουν στην διάθεση του
κατηγορουμένου όποια απόδειξη έχουν στην διάθεσή τους. Ο κατηγορούμενος
έχει το δικαίωμα να έχει στη διάθεσή του για τον σκοπό της απαλλαγής του
ή για τη μείωση της ποινής, όλα τα σχετικά στοιχεία τα οποία
συγκεντρώθηκαν από τις αρμόδιες αρχές (βλ. Jespers ν Belgium (1981) 27
DR 61, Edwards ν United Kingdom (1992) 15 EHRR 417, Bendenoun ν France
(1994) 18 EHKR 54, Kaufmann ν Belgium (1986) 50 DR 98, Jasper v. United
Kingdom (16.2.2000), Σκέψη 51, Rowe and Davis v. United Kingdom
(16.2.2000), Σκέψη 60, Fitt v. United Kingdom (16.2.2000), Σκέψη 44,
Dowsett v. United Kingdom (24.6.2003), Σκέψη 41, UL, GMR and AKP v.
Orated Kingdom (19.9.2000), Σκέψη 112, PG and JH v. United Kingdom
(25.09.2001), Σκέψη 67. βλ. επίσης Kriangsak Kittichaisaree,
International Criminal law, edn 2001 σ. 292, όπου περαιτέρω παραπομπές,
βλ. Α.Η. Robertson and J. G. Merrills, Human Rights in Europe,edn 1996, ρ
110, 111, βλ. επίσης John Wadham and Helen Mountfield, Human Rights
Act, edn 1999 p. 86, 87, βλ. επίσης ECHR 13.7.1995, Καμπάνης ΕΕΕυρΑ
1996387).
Σημειώνεται επίσης εδώ ότι το δικαίωμα του
κατηγορουμένου να έχει την αναγκαία ευκολία προς προετοιμασία να λάβει
γνώση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που βρίσκονται στο φάκελο της
δικογραφίας προκύπτει και από άλλα διεθνή κείμενα. Ειδικότερα στο άρθρο
67 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (Statute of the
International Criminal Court), ορίζεται ότι ο εισαγγελέας έχει την
υποχρέωση να αποκαλύψει στην υπεράσπιση τις αποδείξεις που έχει στην
κατοχή ή στον έλεγχό του, που επιδρούν στην ενοχή η στη μείωση της
ποινής η εκείνα που προσβάλλουν την αξιοπιστία της εισαγγελικής
απόδειξης [βλ. επίσης το άρθρο 21 Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού
Δικαστηρίου της πρώην Γιουγκοσλαβίας (ICCY) βλ. και άρθρο 14 § 2β του
Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο
κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και συνπεώς κατέστη εσωτερικό δίκαιο και
έχει ισχύ κατ άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος υπέρτερη του κοινού νόμου).
Σύμφωνα με την διάταξη 101 του ελληνικού ΚΠΔ,
θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου αποτελεί η γνώση του
κατηγορητηρίου και των εγγράφων της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας
εις βάρος του. Κατά την ως άνω διάταξη του άρθρ. 101 § 1 ΚΠΔ, στον
κατηγορούμενο, όταν μετά από κλήτευση προσέλθει ή προσαχθεί για απολογία
ενώπιον του Ανακριτή, ανακοινώνει αυτός το περιεχόμενο των εγγράφων της
ανακρίσεως. Συγχωρείται επίσης στον κατηγορούμενο να λάβει γνώση
αυτοπροσώπως ή δια του συνηγόρου του των εγγράφων της ανακρίσεως και
χορηγούνται σ αυτόν, με δικές του δαπάνες και κατόπιν αιτήσεώς του που
εγχειρίζεται στον Ανακριτή αντίγραφα των εγγράφων αυτών. Η διάταξη αυτή
καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 97, 100, 102, 103 του ιδίου Κώδικα,
περιέχουν τους κατοχυρωτικούς των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων κανόνας
δικαίου και αποσκοπούν στην διασφάλιση του δικαιώματος υπερασπίσεώς
τους και της παροχής ευχέρειας αντικρούσεώς των σε βάρος τους
κατηγοριών. Η διασφάλιση αυτή επιτυγχάνεται πληρέστερα δια της
ανακοινώσεως από τον ανακρίνοντα στον προσερχόμενο ή προσαγόμενο ενώπιόν
του για απολογία κατηγορούμενο όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων της
δικογραφίας, και ακόμη με την αυτοπρόσωπη από τον ίδιο ή δια του
συνηγόρου του γνώση των εγγράφων αυτών, όπως επίσης και με τη λήψη
ανεξαρτήτως των εγγράφων που μέχρι την στιγμή εκείνη ευρίσκονται στην
δικογραφία, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των απολογιών των
συγκατηγορουμένων του. Τα ανωτέρω τρία διαδοχικά δικονομικά δικαιώματα
του κατηγορουμένου, τα οποία αναφέρονται ρητώς στην προαναφερθείσα
διάταξη της § 1 του άρθρου 101 ΚΠΔ, επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό και κατά
λογική ακολουθία πρέπει όλα να προηγούνται χρονικώς της λήψεως της
απολογίας του κατηγορουμένου από τον Ανακριτή, διότι μόνο αν ο
κατηγορούμενος έχει πλήρη γνώση της κατ'αυτού κατηγορίας θα μπορέσει
αποτελεσματικώτερα να αποκρούσει τα εναντίον του υπάρχοντα αποδεικτικά
στοιχεία. Η λήψη αντιγράφων μάλιστα είναι σε πολλές περιπτώσεις απολύτως
απαραίτητη για την προετοιμασία της απολογίας του κατηγορουμένου, ιδίως
όταν αυτά λόγω του αριθμού και του περιεχομένου τους απαιτούν ιδιαίτερη
μελέτη και προσοχή. Την αναγκαιότητα αυτή έχει υπόψη της η διάταξη και
γι' αυτό ορίζει ότι τα προαναφερθέντα δικαιώματα έχει ο κατηγορούμενος
«μόλις μετά την κλήτευσή του εμφανισθεί ή οδηγηθεί ο κατηγορούμενος για
να απολογηθεί ...» και όχι όταν απολογηθεί (βλ. ΑΠ 375/ 1964 ΠοινΧρον ΙΕ
σ. 34, ΓνωμΕισαγΕφΑθ 3/68 ΠοινΧρ ΙΗ΄ 634, ΓνωμΕισαγΕφΛαρίσης 1/1980
ΠοινΧρον Α΄ 90, Κ. Σιφναίου ΠανδΠοινΔικον Τομ. Α σ. 198, Χρ. Μπάκα, Το
δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, ΠοινΧρ ΛΖ΄ 485,
βλ. ΕφΘρ 36/1988 ΠοινΧρ ΛΗ΄ 423). Με τον τρόπο αυτό η εν λόγω διάταξη
καθιερώνει τη γνώση της δικογραφίας από τον κατηγορούμενο πριν από την
απολογία του ως ουσιώδη προϋπόθεση του δικαιώματος ακροάσεως (βλ. και
Ανδρουλάκη, Θεμελιώδους εύνοιας σ. 63 και 88) και διευρύνει μάλιστα τα
δικαιώματα του κατηγορουμένου σε σχέση με τον γαλλικό νόμο της
8.12.1987, που απετέλεσε και την πηγή της εμπνεύσεώς της διότι επιτρέπει
και στον ίδιο τον κατηγορούμενο να λαμβάνει γνώση αυτοπροσώπως των
εγγράφων της δικογραφίας, ενώ ο γαλλικός νόμος χορηγεί το δικαίωμα αυτό
μόνο στον συνήγορό του. Ενδεικτικό εξάλλου της σοβαρότητας και της
σημασίας την οποία αποδίδει η δικονομία στα δικαιώματα αυτά του
κατηγορουμένου είναι και το γεγονός ότι η τήρηση αυτών τάσσεται επί
ποινή απολύτου ακυρότητας της προδικασίας κατ άρθρ. 171 εδ. δ του ΚΠΔ
(βλ. ΑΠ 302/1984, 443/1984 ΠοινΧρον ΛΔ΄ 814, 861, ΑΠ 809/2008 Δημοσίευση
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αφού ο νόμος μιλάει για έγγραφα γενικώς και
αδιακρίτως χωρίς να κάνει καμία εξαίρεση περιλαμβάνει και τις απολογίες
των κατηγορουμένων, καθώς και τα δικόγραφα των εφέσεων διότι και αυτά
αποτελούν στοιχεία της δικογραφίας (βλ. ΕφΘρ 36/1988 ό.π., Α. Κονταξή,
ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 2006 στο άρθρο 101 σ. 869, 870 όπου περαιτέρω παραπομπές,
ΑΠ 41/1981 ΝοΒ 1981. 1383). Επισημαίνεται επίσης ότι, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 270 και 271 του ΚΠΔ, αναγκαίος όρος
για την περάτωση της κυρίας ανάκρισης είναι η απολογία του
κατηγορουμένου, όπερ σημαίνει ότι στις προαναφερόμενες διατάξεις
θεσμοθετείται υποχρέωση του κατηγορουμένου, όπως εμφανισθεί ενώπιον του
ανακριτή και απολογηθεί. Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι η άλλη όψη της
υποχρέωσης του κατηγορουμένου να απολογηθεί αντιστοιχεί στο δικαίωμά του
να απολογηθεί και να αποκρούσει την κατηγορία, με άμεσο συνεπακόλουθο η
απολογία του κατηγορουμένου να μην αποτελεί, απλώς και μόνον υποχρέωση
αλλά και δικαίωμα αυτού. Εξάλλου η εν λόγω θέση ενισχύεται και από το
ότι η απολογία του κατηγορουμένου αποτελεί αποδεικτικό μέσο, που μπορεί,
αναλόγως με το περιεχόμενό της, να χρησιμοποιηθεί τόσον υπέρ όσον και
εναντίον του, όπερ αποκτά ιδιαίτερη αξία στο πλαίσιο της απολογίας του
κατηγορουμένου στην κυρία ανάκριση, όπου αυτή θα συνεκτιμηθεί και για
την τυχόν επιβολή της προσωρινής κράτησης ή άλλου μέτρου δικονομικού
καταναγκασμού.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου
241 του ΚΠΔ, η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα,
διενεργείται με την παρουσία δικαστικού γραμματέα η δεύτερου ανακριτικού
υπαλλήλου ή αν δεν υπάρχουν αυτοί με παρουσία δύο μαρτύρων που έχουν
τις προϋποθέσεις του άρθρου 150 του ΚΠΔ. Αν δεν είναι δυνατόν να βρεθούν
τέτοιοι μάρτυρες, όποιος διενεργεί την ανάκριση είναι υποχρεωμένος να
την ολοκληρώσει και μόνος του. Για κάθε ανακριτική πράξη συντάσσεται
έκθεση σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η
αρχή της μυστικότητας της ανακρίσεως, η οποία δικαιολογείται και από
την προστασία της τιμής και υπολήψεως των κατηγορουμένων και από την
ανάγκη διαλεύκανσης των εγκλημάτων. Σκοπός της ελλείψεως δημοσιότητας
είναι και η απρόσκοπτη και αποτελεσματική ευχέρεια των ανακριτικών
οργάνων στη συλλογή των στοιχείων που αναφέρονται στην εξακρίβωση του
εγκλήματος και τη σχέση του κατηγορουμένου με αυτό, η προστασία του
τελευταίου, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητος αλλά και παντός εμπλεκόμενου
στην υπόθεση (Αθ. Κονταξή ό.π. υπό άρθρο 241 σ. 1522). Η μη τήρηση της
διατάξεως αυτής για τη μυστικότητα της προδικασίας δεν θεωρείται ότι
επισύρει δικονομική κύρωση, δηλαδή, είτε απόλυτη είτε σχετική ακυρότητα,
εκτός αν κατά το άρθρο 171 § 1 του ΚΠΔ εμποδίζει την υπεράσπιση του
κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται και
στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος (ΑΠ
809/2008 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», Αθ.
Κονταξή ό.π. υπό άρθρο 241 σ. 1522-1523). Η αρχή της μυστικότητας όμως
κάμπτεται και δεν ισχύει φυσικά έναντι του κατηγορουμένου, ο οποίος κατά
τα άρθρα 97, 101, 104 και 105 του ΚΠΔ, μπορεί να παρίσταται σε
διαδικαστικές πράξεις και να λαμβάνει αντίγραφα των εκθέσεων των
ανακριτικών πράξεων (Μαργαρίτης «ΕρμΚΠΔ» υπό άρθρο 241, αρ. 3, Στ.
Αλεξιάδης «Η Ανακριτική σ. 95). Δηλαδή, η μυστικότητα της ανάκρισης
βρίσκει το απαράβατο όριό της εκεί που αρχίζει να προσβάλει τα θεμελιώδη
δικαιώματα του κατηγορουμένου. Για τον κατηγορούμενο η ανάκριση οφείλει
να είναι, κατά τη στιγμή τουλάχιστον που καλείται σε απολογία,
απαρεγκλίτως φανερή, διότι, άλλως, αν δηλαδή, αυτός αγνοεί τα τυχόν σε
βάρος του υπάρχοντα στοιχεία και την εν γένει εξέλιξη της προδικασίας
υποβιβάζεται από υποκείμενο σε αντικείμενο της ποινικής δίκης
(Ανδρουλάκης, «Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης» σ. 133) και
εφόσον η μυστικότητα της ανάκρισης υποχωρεί, τουλάχιστον όσον αφορά
στους διαδίκους (κατηγορούμενο, πολιτικώς ενάγοντα και αστικώς
υπεύθυνο), εύστοχα γίνεται λόγος για δημοσιότητα των μερών ή εσωτερική
δημοσιότητα (Καρράς, «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο» σ. 367). Δηλαδή, η
υποχρέωση της τηρήσεως της μυστικότητας της ανακρίσεως νοείται ότι αφορά
μόνον στην γνωστοποίηση σε τρίτους των εγγράφων και στοιχείων της
δικογραφίας...Ο
ανακριτής υποχρεούται μόλις ο κατηγορούμενος κληθεί προς απολογία να του
παραδώσει όλα τα έγγραφα που βρίσκονται στην δικογραφία και δεν έχει
την διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί η να αποκρύψει κάποια από αυτά
κρίνοντας ότι αυτά δεν έχουν σχέση με την κατηγορία. Η διάταξη του
άρθρου 101 § 1 πρέπει να ερμηνεύεται, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω,
σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αλλά και με το άρθρο 20 § 1 του
ισχύοντος Συντάγματος, τα οποία υπερτερούν της παραπάνω δικονομικής
διατάξεως. Προϋπόθεση για να είναι αποτελεσματική η ακρόαση είναι ο
φορέας του δικαιώματος ακρόασης να έχει λάβει προηγουμένως γνώση όλων
ανεξαιρέτως των σχετικών με την υπόθεση στοιχείων, επί των οποίων
καλείται να απαντήσει και να πάρει θέση. Κατά συνέπεια το δικαίωμα του
εξεταζόμενου στην ανακοίνωση του συνόλου των εγγράφων και των στοιχείων
του φακέλου αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ουσιαστική άσκηση του
δικαιώματος ακρόασης σύμφωνα με το άρθρο 20 § 1 Σ. και για τον λόγο αυτό
περιβάλλεται και αυτό με συνταγματική χροιά. Αυτό σημαίνει, ότι δεν
είναι δυνατόν (και δεν επιτρέπεται) να περιοριστεί το επιμέρους αυτό
δικαίωμα από διατάξεις του κοινού δικονομικού νόμου, όπως αυτές του ΚΠΔ.
Το δικαίωμα γνώσης της δικογραφίας από τον κατηγορούμενο και την
υπεράσπιση συνδέεται κατά κανόνα με την κορυφαία στιγμή άσκησης της
υπεράσπισής του, την απολογία του, η οποία αποτελεί και τον πυρήνα του
δικαιώματος ακρόασής του. Όχι μόνο η γνώση του περιεχομένου της
δικογραφίας αλλά και η λήψη αντιγράφων πρέπει πάντοτε να προηγούνται
«χρονικά της λήψης της απολογίας, αφού άλλωστε κατατείνουν ακριβώς στην
προετοιμασία αυτής της ανακριτικής πράξης. Μόνο άλλωστε όταν είναι
πλήρης η γνώση της κατηγορίας από τον κατηγορούμενο και την υπεράσπισή
του είναι δυνατό να υπάρξει αποτελεσματική αντίκρουσή της, ενώ η λήψη
αντιγράφων, εξ ορισμού χρήσιμη, γίνεται ζωτικής σημασίας για την άσκηση
της υπεράσπισης ιδίως στις περιπτώσεις όπου ο όγκος και το περιεχόμενο
των εγγράφων στοιχείων της δικογραφίας απαιτούν ιδιαίτερη μελέτη και
προσοχή (βλ. Α. Κονταξή, Ερμ ΚΠοινΔικ έκδοση 2006, στο άρθρο 101 σ.
869). Σημειωτέον ότι δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της
μυστικότητας της ανακρίσεως, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα
σκέψη, καθώς τα έγγραφα αυτά αποτελούν μέρος της σχηματισθείσας εις
βάρος του κατηγορουμένου δικογραφίας, η χορήγηση, δε, αυτών γίνεται προς
τον ίδιο τον κατηγορούμενο και όχι σε τρίτους. Το υπερασπιστικό δε
δικαίωμα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση όλων ανεξαιρέτως των
στοιχείων της δικογραφίας, όπως αυτό ερμηνεύθηκε κατά τα εκτιθέμενα
ειδικότερα παραπάνω, υπερτερεί των διατάξεων των προσωπικών δεδομένων
άλλων κατηγορουμένων εμπλεκομένων στην υπόθεση...
Ακόμη και σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 101 Κ.Π.Δ., όπως προστέθηκε με το απαράδεκτο άρθρο 12 του ν. 4236/2014 (Α΄ 33/11.2.2014), " Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και
2, εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, οι αρμόδιες αρχές,
κατά την ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, δεν επιτρέπουν
την πρόσβαση σε τμήμα του υλικού, αν αυτή ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό
κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου ή αν τέτοια
άρνηση είναι απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου
συμφέροντος, όπως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η πρόσβαση θα
μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την
εθνική ασφάλεια", δηλ. η άρνηση πρόσβασης σε τμήμα του υλικού
της δικογραφίας περιορίζεται ΜΟΝΟ κατά τη διάρκεια της ανάκρισης,
προανάκρισης και προκαταρκτικής εξέτασης, και μόνο για συγκεκριμένους
λόγους.
Τονίζεται ότι η κ. Αλεξάνδρα Πίσχοινα είναι αυτή που και άλλη φορά έχει αρνηθεί την πρόσβαση σε τμήμα του υλικού δικογραφίας,
που εκκρεμεί στο Δικαστήριο, αποφαινόμενη παράνομα ότι τάχα οι διάδικοι
έχουν πρόσβαση μόνο στα αναγνωστέα έγγραφα της δικογραφίας, που είναι
θεμελιωτικά της κατηγορίας, και όχι εν γένει στη δικογραφία. Η εν λόγω άρνησή
της έλαβε χώρα σε βάρος της πολιτικώς εναγούσης, σε υπόθεση με
κατηγορούμενο γνωστό πράκτορα της Ε.Υ.Π., που κατηγορείται για σοβαρά
ποινικά αδικήματα.
Υπογραμμίζεται ότι η κ. Δήμητρα Πατσουράτη είναι σύζυγος του γνωστού από την υπόθεση Siemens Πρωτοδίκη, Νικόλαου Ζαγοριανού,
εξαιτίας παράνομης ενέργειας του οποίου εξεδόθη το παραπάνω υπ'αριθμ.
1327/2009 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που τον άφησε έκθετο
στη νομική και δικαστική κοινότητα.
Συνοψίζοντας,
Η
άρνηση της κ. Δήμητρας Πατσουράτη, εμπνευσμένη από την πάγια επιλεκτική
τακτική της κ. Αλεξάνδρας Πίσχοινα, να χορηγήσει αντίγραφο του παραπάνω
εγγράφου της δικογραφίας (προσκομισθέντος από την κατηγορουμένη
ιατρικού πιστοποιητικού) είναι μη σύννομη, και βαρύτατα πειθαρχικά
ελεγκτέα, διότι:
1) Ο κατηγορούμενος έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, κατά το στάδιο που η υπόθεση εκκρεμεί στο ακροατήριο, χωρίς καμία εξαίρεση, πλην του αντιγράφου ποινικού μητρώου, των κλήσεων, και κατά κάποιους (παράνομα και πάλι) των εκθέσεων εφέσεων,
2) Ο
κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να επικαλεστεί, και να αποδείξει, ειδικό
έννομο συμφέρον, διότι έχει αυτονόητα πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα της
δικογραφίας,
3) Το
εν λόγω αιτηθέν έγγραφο αναγνώστηκε σε δημόσια συνεδρίαση δικαστηρίου,
και συνεπώς είναι αναγνωστέο έγγραφο, θεμελιωτικό λόγου αναβολής της
δίκης,
4) Σε
περίπτωση που ίσχυαν όσα αποφάνθηκε η ως άνω Εισαγγελική Λειτουργός, ο
εκάστοτε Γραμματέας της Εισαγγελίας θα έπρεπε να μην χορηγεί αντίγραφα
της δικογραφίας στους διαδίκους, πριν αποφανθεί εγγράφως ο κ.
Εισαγγελέας (πράγμα που δεν συμβαίνει στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών),
και μάλιστα, σε κάθε δικογραφία, θα έπρεπε να διαχωριστούν ποια είναι
τα έγγραφα, στα οποία έχουν πρόσβαση οι διάδικοι, (με την έννοια ότι
έχουν σχέση με την ποινική κατηγορία), και ποια είναι εκείνα, στα οποία
δεν έχουν πρόσβαση, και θα πρέπει να επικαλεστούν, και να αποδείξουν
ειδικό έννομο συμφέρον.
Συνεπώς, αντί οι εν λόγω Εισαγγελική Λειτουργός να αποφαίνεται παράνομα, ωσαύτως, ώστε να καλύψει την εκτρωματικά παράνομη τακτική της κ. Αλεξάνδρας Πίσχοινα, θα ήταν φρονιμότερο, έχουσα κι εκ του νόμου ευθύνη, να ελέγξει
για ποιον λόγο οι Φάκελοι με τα Ποινικά Μητρώα των κατηγορουμένων είναι
παραβιασμένοι, και σε κοινή θέα από τους Διαδίκους, Γραμματείς,
Εισαγγελείς, και Δικαστές, προ της απόφανσης περί ενοχής, δηλαδή κατά
παράβαση των διατάξεων του Κ.Π.Δ. και του Κράτους Δικαίου.
Η παρούσα τίθεται υπ'όψιν του Νέου Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, κ. Ηλία Ζαγοραίου,
που έχει υπηρετήσει στη θέση του Εισαγγελέα Προσδιορισμού (και ουδέποτε
εκτέθηκε κατ'αυτόν τον τρόπο), και του Τμήματος Επιθεώρησης Δικαστών
και Δικαστηρίων, με την ευχή, όπως ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα, για την
αποτροπή επικίνδυνων για τη Δικαιοσύνη Τακτικών μεμονωμένων
εισαγγελικών λειτουργών, που λειτουργούν ως κράτος εν κράτει, και
παραβιάζουν καθημερινά την αρχή: "Ο Δικαστής πρέπει να έχει ταχύτητα στη σκέψη και βραδύτητα στο θυμό".
Μετά Τιμής,
Θ.Υ.Π.
πηγή: http://apachejones-zone.blogspot.gr/2014/09/blog-post_23.html
1 σχόλιο:
όλα τα λαμόγια διάσπαρτα...
Δημοσίευση σχολίου