Η γιαγιά Φωτεινή καθάρισε με την ανάποδη του αγκώνα της το τζάμι στο παράθυρο μετά έτριψε τις δυο παλάμες της και είπε απευθυνόμενη στον άντρα της ,τον παππού μου :
-Θόδωρε ,πάλι θα χιονίσει…
Εμείς τα παιδιά ,χωμένα κάτω από την χοντρή βελέντζα ( προίκα της γιαγιάς από την μάνα της και το καυχιόταν ) κοιτάγαμε τον παππού με προσμονή. Ξέραμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις μας έλεγε και κάποια ιστορία.
-Λοιπόν παππού θα μας πεις για τον ράφτη και το θαύμα; είπε η Μαρία ,η αδελφή μου.
Αυτός έβαλε δυο ξύλα στο τζάκι , έκατσε όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε στην δική του πολυθρόνα (προίκα και αυτή της γιαγιάς ) και άρχισε:
-Ήταν λοιπόν ένας χωρικός που λεγόταν Έλληνας ,αλλά στην πρωτεύουσα κάποιος χοντρός του είχε βγάλει το παρατσούκλι “μαλάκας” ,και κατέβηκε στη πόλη να ράψει κουστούμι.
Πήγε σε ένα καλό ,όπως του έλεγαν , ράφτη ,αυτός του πήρε ΜΕΤΡΑ και του είπε ότι σε μια βδομάδα το κουστούμι θα είναι έτοιμο.
Την επόμενη βδομάδα ο Έλληνας ξαναπήγε στον ράφτη και έκανε πρόβα. Η διαπίστωση ήταν φοβερή. Το αριστερό μανίκι ήταν κοντό. Από τον αγκώνα και κάτω το χέρι ήταν έξω από το μανίκι.
Δεν είναι και σπουδαίο ,είπε ο ράφτης στον Έλληνα . Διορθώνεται.., και έφερε ένα πριόνι
Εγώ ένοιωσα την Μαρία να στριμώχνεται πιο κοντά μου κάτω από την βελέντζα και ο παππούς συνέχισε:
Ο ράφτης έκοψε το χέρι του Έλληνα και φωνάζοντας και άλλους ραφτάδες του ξαναπήραν ,όλοι μαζί αυτή τη φορά, ΜΕΤΡΑ.
Την άλλη βδομάδα να έρθεις να πάρεις το κουστούμι , είπε ο ράφτης στον Έλληνα και τον ξεπροβόδησε
Σε μια βδομάδα ο Έλληνας ξαναπήγε στον ράφτη ,ξανάκανε πρόβα αλλά τα ΜΕΤΡΑ ξανά δεν ήταν σωστά. Τώρα κοντό ήταν το δεξί μανίκι.
Δεν είναι και σπουδαίο ,είπε ο ράφτης στον Έλληνα . Διορθώνεται.., και έφερε πάλι το πριόνι.
Η Μαρία είχε την ίδια αντίδραση ,εγώ πλησίασα περισσότερο στη γιαγιά και είπα
-Και μετά;
-Μετά ,είπε ο παππούς , ο ράφτης έκοψε και το άλλο χέρι του Έλληνα και πήγε να φωνάξει τους άλλους ραφτάδες να ξαναπάρουν ΜΕΤΡΑ.
Στο σημείο αυτό ο παππούς σηκώθηκε ,έβαλε ακόμα δυο ξύλα στο τζάκι και είπε :
-Φωτεινή δεν θα μου φέρεις το χαμομήλι;
Έγινε για λίγο σιωπή και το μόνο που ακούγονταν ήταν ο θόρυβος που κάνει το χαμομήλι όταν πέφτει από το μπρίκι στην κούπα.
-Και το θαύμα Θόδωρε ;Το θαύμα ; ρώτησε η γιαγιά Φωτεινή που κάθε απόγευμα πήγαινε στην εκκλησία.
-Το θαύμα;…Α.. ναι το θαύμα ,είπε ο παππούς.
Λοιπόν όταν γύρισε ο ράφτης ,με τους άλλους ραφτάδες ,για να ξαναπάρουν τα ΜΕΤΡΑ ,τα δυο κομμένα χέρια του ΕΛΛΗΝΑ ,έστω και χωρίς κορμί ,ξαφνικά έγιναν πολλά, πάρα πολλά, τόσα πολλά που δεν μπορούσες να τα μετρήσεις ,και τυλίχτηκαν στους λαιμούς των ραφτάδων και τους έπνιξαν…
-Αμήν ,είπε αυθόρμητα η γιαγιά Φωτεινή ,όπως είχε συνηθίσει να λέει μόλις ό παπα Γρηγόρης τέλειωνε μια ευχή….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου