γραφει ο αρισταρχος
“Βαρέθηκα να ανασταίνω και ν’ ανασταίνομαι.”
Την αγκάλιασα και τη φίλησα με πάθος. Την έσφιξα επάνω μου και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Αναρωτιόμουν τι σόϊ συναίσθημα ήταν αυτό που μου φούσκωνε τα στήθια. Δεν ήταν το γνωστό ερωτικό πάθος που έβγαζα μόλις τα χείλια μου ενώνονταν με αυτά της Μυρτώς. Ήταν το γεμάτο… αγάπη! Ναι, αυτό πρέπει νάταν το συναίσθημα που ένιωθα. Ανάμικτο από αδελφικό, ερωτικό, μητρικό, πατρικό… ένα μίγμα από όλα, η αγάπη. Μ’ έπνιγε αφόρητα και μου ανέβαζε δάκρυα. Αυτός ο ζωντανός ο χωρισμός ήταν όπως μου καθότανε, ένας μισός θάνατος.
Φρρρρρ! Ο υπάλληλος των τραίνων στη αποβάθρα Νο 2. Διαπεραστική η σφυρίχτρα προειδοποιεί, σε ένα λεπτό κλείνουν οι πόρτες. Μια τελευταία σφιχτή αγκαλιά πάνω της. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά, το στήθος της ανεβοκατεβαίνει γρήγορα. Τα αναφιλητά της συνοδεύονται από πολλά δάκρυα και τα πόδια της ίσα που αγγίζουν το έδαφος. Μας χωρίζει ο αδελφός μου. Μόλις που προλαβαίνω στο τρίτο ηχητικό τουουουτ πριν σφραγίσει η πόρτα με το πέδιλο από το σκαλοπάτι το άνοιγμα
εισόδου για το βαγόνι Νο 4 της αμαξοστοιχίας 1004 με προορισμό την… αποκλήρωση!
Πίσω από το άπλυτο και θολό τζάμι της πόρτας, τους κοιτώ. Η Μυρτώ μου και ο αδελφός μου. Η ενέργεια που παράγουν τα συναισθήματα των τριών διαπερνούν πόρτες και παράθυρα. Ανακατεύουν και ανακατεύονται, επηρεάζουν και επηρεάζονται, δημιουργούν και δημιουργούνται. Χυμώδεις καταστάσεις διαφόρων συναισθημάτων. Νιώθω το απαλό ξεκίνημα προς τα μπρος. Σε λίγο δεν τους βλέπω, δεν βλέπω τίποτε. Τα δάκρυα μου κρύβουν κάθε εικόνα που τρέχει με ταχύτητα όπως αναπτύσσεται από την αμαξοστοιχία Νο 1004. Μια σιγή με σαν κάτι από αλγόριθμο χτύπημα πάνω στα κενά επιμήκυνσης των γραμμών να σπάνε εκκωφαντικά από την τσιριχτή φωνή της αμαξοστοιχίας. Και η μετάφραση σε ελεύθερη διασκευή
εισόδου για το βαγόνι Νο 4 της αμαξοστοιχίας 1004 με προορισμό την… αποκλήρωση!
Πίσω από το άπλυτο και θολό τζάμι της πόρτας, τους κοιτώ. Η Μυρτώ μου και ο αδελφός μου. Η ενέργεια που παράγουν τα συναισθήματα των τριών διαπερνούν πόρτες και παράθυρα. Ανακατεύουν και ανακατεύονται, επηρεάζουν και επηρεάζονται, δημιουργούν και δημιουργούνται. Χυμώδεις καταστάσεις διαφόρων συναισθημάτων. Νιώθω το απαλό ξεκίνημα προς τα μπρος. Σε λίγο δεν τους βλέπω, δεν βλέπω τίποτε. Τα δάκρυα μου κρύβουν κάθε εικόνα που τρέχει με ταχύτητα όπως αναπτύσσεται από την αμαξοστοιχία Νο 1004. Μια σιγή με σαν κάτι από αλγόριθμο χτύπημα πάνω στα κενά επιμήκυνσης των γραμμών να σπάνε εκκωφαντικά από την τσιριχτή φωνή της αμαξοστοιχίας. Και η μετάφραση σε ελεύθερη διασκευή
“Κι ήθελα τόσα να σου πω
πως σ’ αγαπώ να σου φωνάξω
αχ να μπορούσα μια ζωή
σε μια στιγμή να την αλλάξω
κι έγραψα το σ’ αγαπώ στο τζάμι…”
Εκεί στην ίδια αποβάθρα Νο.2 που πριν πενήντα χρόνια αμούστακο το παλικαράκι με τα μανίκια ψηλά να φαίνονται τα νεανικά μπράτσα ξεκίναγε με μια ατμομηχανή για οδηγό, ο πατέρας μου, για τον ίδιο προορισμό συνοδεία μιας σέρτικης φωνής από τα μεγάφωνα ενός juke-box
‘’Φεύγει το τρένο και σφυρίζει συνεχώς
σαν μοιρολόι, σαν τραγούδι πονεμένο
γιατί, μανούλα μου με γέννησες φτωχό
γιατί να ζήσω, μακριά σε τόπο ξένο”
Κάτω από τα μουσκεμένα βλέφαρα οι θύμησες γυρνάνε αφόρητα. Στα είκοσι οκτώ μου αγανάκτησα, επαναστάτησα, βρέθηκα σε απόγνωση. Κομμένα μου τα όνειρα, σβησμένες οι ελπίδες. Που να βρω δουλειά και πώς να ζήσω. Πως με πέντε κατοστάρικα να χτίσω την φωλιά ,να ζέψω τις ελπίδες μου με της Μυρτώς τα όνειρα με τόσα λίγα στάχυα. Πφφφ, ούτε ένας γάμος της προκοπής. Κουλτουριάρικος κι αυτός για νάναι και φτηνιάρικος. Το ξέρω, δε λέω, με βάφτισαν μικρό και με το στανιό. Σάμπως ήξερα στον ένα χρόνο της ζωής μου τίποτε; Τώρα όμως τόδα, τώρα οίδα!
Θέλω την εκκλησία μου, θέλω τα ήθη μου. Θέλω τα έθιμά μου. Θέλω την πατρίδα μου.
Πως μπορώ να τα έχω αυτά όταν η ίδια με διώχνει. Πως μπορώ να ανθίσω όταν η ίδια με πνίγει. Πως μπορώ να της προσφέρω χωρίς πρόσφορα.
Βαρέθηκα να δίνω την ρωμαλεότητά μου για την ανάπτυξη των δυναστών μου με το απλούστερο και αυτονόητο(;) αντάλλαγμα αυτό της επιβίωσης.
Βαρέθηκα να ξενιτεύομαι.
Βαρέθηκα να διώχνομαι.
Βαρέθηκα να ανασταίνω και ν’ ανασταίνομαι.
Θέλω την πατρίδα μου. Θέλω την Ελληνικότητά μου χωρίς να μπερδεύεται η γλώσσα μου με μια δήλωση αμηχανίας του τύπου “πως το λέτε εντώ στο Ελλάντα;” Θέλω αυτοί οι λευκογάλανοι τρούλοι που διαφεντεύουν το θαλάσσινο στοιχειό, σήμα κατατεθέν Ελληνικό, νάναι και δικό μου και όχι του απόδημου. Θέλω η πατρίδα μου να μοιράζεται τον πλούτο της, όσος φτωχός κι αν είναι, με μένα όσο και με τους άλλους.
Πνίγομαι, καίγομαι, ζητώ αέρα. Μπροστά μου τρέχει ασταμάτητα αφρισμένος ο των δασών ποταμός, ο Αξιός. Απέναντι αν θα φωνάξεις θα σ’ ακούσει ο τσολιάς, θεματοφύλακας πάνω από το φυλάκιο των Ευζώνων εκεί πάνω στην κόψη των συνόρων. Ξοπίσω μου η τιμημένη γη των προγόνων μου, το χώμα που με ανέθρεψε. Και μπρος μου και βαθιά η αρχαία Θούλη. Το πέρασμα θυμίζει αντίπερα όχθη κι εγώ ανήμπορος να δώσω τάλαντο στον βαρκάρη. Είμαι νέος και δε μου πάει ούτε ο ζωντανός ούτε ο βιολογικός θάνατος. Παρά μονάχα η δύναμη που θα σπαταλήσω να αναστήσω τα χώματά μου.
Έμεινα να κουνώ το χέρι πάνω στην αποβάθρα της Ειδομένης. Γέμισα χαρά και αναγέννηση. Μπροστά η αγαπημένη μου και πίσω η καταχνιά. Εδώ είναι τα χώματά μου, η ιστορία μου, η ζωή μου. Χρόνια και χρόνια σαν καμηλιέρηδες που διασχίζουν αμετανόητοι την έρημο θα βάλουμε υνί στα χέρσα, θ’ απλώσουμε πανιά στα πέλαγα.
Το τρένο φεύγει, μπαίνει στο ξένο χώμα κι εγώ νιώθω ανάλαφρος που περπατώ. Μια πινακίδα μπροστά από το ανοιξιάτικο φόντο γράφει “ΕΛΛΑΣ”!
1 σχόλιο:
Συγκινηθηκα ειλικρινα παρα πολυ!
Δημοσίευση σχολίου