Του Θανάση
Νικολαΐδη (Φίλος μεν Πλάτων,
φιλτέρα δε η αλήθεια)
ΤΗΣ
κοντής φούστας, στην «πασαρέλα» της γιορτής. Αλλιώτικης απ’ τις άλλες. Κάτι
είχαν ακούσει τα παιδιά της «πενταήμερης» για Κολοκοτρώνη, αγνοούσαν τις
ντάπιες, και αδημονούσαν να τελειώσει η «τελετή».
ΚΑΙ,
βέβαια, κάπως αλλιώτικα θα παρήλαυναν τα κοριτσόπουλα στη «γέφυρα της
ομορφιάς». Αν είχαν την τύχη της επιλογής απ’ τα συνεργεία διαλογής. Θα’ χαν
ακουμπήσει τα όνειρά τους στο κανάλι της διοργάνωσης και στη μάνα που θ’
αγωνιούσε στα…παρασκήνια. Για την πρωτιά της βραδιάς και για μια μελλοντική και
ζηλευτή καριέρα. Εκεί πάνω περπατώντας με ρυθμό και λικνίζοντας το νεανικό
κορμί, θα’ πεφταν βλέμματα των μάνατζερ που θα κρατούσαν σημειώσεις και
παραπίσω, αθέατοι οι προαγωγοί…
ΕΔΩ (και
χθες) γιορτάζαμε την παλιγγενεσία και η παρέλαση είχε τη δικιά της…πλάκα. Τέλος
τα στραγάλια απ’ τις ταράτσες, τέλος και οι κουκουλοφόροι πετροβολητές που
ξεπρόβαλλαν απ’ τα στενά. Ωστόσο, η «αντίσταση» αλλάζει μορφές και χέρια. Στην
περατζάδα της ανοργανωσιάς σηκώθηκαν χέρια που χαιρετούσαν κι άλλα που
μούντζωναν, κι ήταν χέρια νεανικά. Το δίκιο θα’ ταν μοιράζονταν ισόποσα οι
μουντζιές, μιας και οι φταίχτες δεν είναι μοναδικά οι «επίσημοι» στην εξέδρα.
Είναι και διάσπαρτοι σε πόλεις και χωριά. Εκεί όπου έτρεχαν πίσω απ’ τον
πολιτικό με χέρι απλωμένο για ρουσφέτι, πριν το σηκώσουν, επιδεκτικά, για
μούντζα.
ΠΑΡΗΛΑΥΝΕ
η Ελλάδα. Κουτσαίνοντας. Με τα ράκη και τις πληγές της. Κι ήταν οφθαλμαπάτη που
φάνταζε απαστράπτουσα και καλοφορεμένη στο μίνι των μαθητριών και στα
«καρφάκια» στο κεφάλι των μαθητών, με τους δημόσιους «λειτουργούς» κάθε
εκπαιδευτικής βαθμίδας περήφανους για την εικόνα και τον άναρχο (ανύπαρκτο, σαν
για καφενείο) βηματισμό.
ΕΙΝΑΙ η
εκπαίδευση που λέγαμε-καρπός και αποτέλεσμα της τηλεοπτικής καθημερινότητας με
τις «θεές» και τους κίναιδους στη μόστρα. Η φερτή παιδεία από φροντιστηρίου σε
φροντιστήριο, με τα αποστηθισμένα υποκατάστατο της γνώσης που δεν θα’ ρθει ποτέ,
και τη σοφία χαμένη μέσα στην πληροφόρηση του κομπιούτερ.
ΜΗΝ
περιμένεις επιστροφή στο παρελθόν-δεν έρχεται. Χάθηκε στην παγκοσμιοποίηση της
ανάμιξης των ιστοριών. Τη δικιά μας την έπνιξε η διχόνοια. Διαχρονική και με τη
σφραγίδα του έλληνα που μεγαλουργεί, όταν την παρατάει στην άκρη. Κι αν η
πατρίδα μονοπωλήθηκε από ψευδεπίγραφους ιδεολόγους, είναι καιρός για ανακατανομή
και τη δίκαιη μοιρασιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου