γραφει ο αρισταρχος
“Ψυχολογικά παρείδωλα μιας προσπάθειας ταύτισης με το υπέρτατο που μας έδωσε το δικαίωμα στο φόνο.”
Είδα τον Φαέθωνα. Μ’ εκείνο το άρμα που έβγαζε φωτιές και τόσερναν τα άλογα του ήλιου . Ανέβαινε με ταχύτητα και ύστερα πάλι βουτούσε μουγκρίζοντας με δύναμη στην γη μέχρι που κουρασμένος έγειρε να κοιμηθεί και τότε… μου μπήκε ο πειρασμός. Ζεμένο το άρμα όπως ήταν με τα χρυσά του ήλιου τ’ άλογα ιδρωμένα ακόμη με προσκαλούσε και προκαλούσε. Κι εγώ δεν το άφησα λεπτό, τ’ άρπαξα από τα γκέμια και ξεγλίστρησα σε γρήγορες στράτες. Θα ορκιζόμουνα πως αυτό που έβλεπα να διασχίζει με τρομερή ταχύτητα τον αέρα δεν ήταν παρά ο Ίκαρος που δοκίμαζε τα καινούρια του φτερά. Κάλπαζαν μανιασμένα τ’ άλογα ξεφυσώντας φωτιές και καπνούς υπακούοντας σε κάθε μου εντολή και κάθε τράβηγμα στο γκέμι. Σε κλάσματα πλαγιοδρόμησα δίπλα του σε παράλληλη πορεία και ίση ταχύτητα.
Δεν υπήρχε αμφιβολία καμιά. Αναγνώρισα αμέσως τον θάνατο γεμάτο αφανισμό και φορτωμένο εντολές πάνω σε μια λαμπερή μεταλλική πανοπλία με αεροδυναμικό σχήμα σαν τεράστιο πούρο. Πώς να πετάξει, πού να κατευθυνθεί και ποιους να εξοντώσει. Πόση σημασία είχε άραγε που έγραφε ντροπαλά και με μικρά γράμματα το τσίγκινο νταμπελάκι του“made in…”. Ο θάνατος πάντα θρασύς του αρέσει η επίδειξη. Από κάτω του άφηνε βουνά και κοιλάδες με κόκκινες παπαρούνες και μπλε τριαντάφυλλα, κίτρινες γλαδιόλες και πράσινα πεύκα. Εκεί, ο παράδεισος που ζούσαν οι καλοί. Τάβλεπε όλα αυτά αλλά ψυχρό το μέταλλο συνέχιζε την αποστολή του για την άλλη κοιλάδα, την κόλαση των κακών.
Μπορούσαν οι κεραίες μου να συλλαμβάνουν τα σήματα που έτρεχαν πιο ψηλά στο αχανές και συναντούσαν ένα ιπτάμενο εξομοίωμα με ηλιακά φτερά καθοδηγητή πορείας. Η επικοινωνία τους συνεχίζονταν με συχνότητα χιλιάδες φορές το λεπτό. Και μένα μ’ αγνοούσαν επιδεικτικά λες και ήμουν αόρατος. Κάπου πιο ψηλά λαμποκοπούσε στις ηλιαχτίδες ένας θύλακας ανθρώπινων ψυχών πάνω σε αθώο περιτύλιγμα μιας ανθρώπινης ευγενούς κατάκτησης του διαστήματος πολύ πριν την κατάκτηση της πανανθρωπιάς. Κι αν κοίταζες λίγο πιο βαθιά θάβλεπες το δακρυσμένο μάτι του Θεού, την απόκοσμη παλάμη του. Ψυχολογικά παρείδωλα μιας προσπάθειας ταύτισης με το υπέρτατο που μας έδωσε το δικαίωμα στο φόνο.
Αν το σύγχρονο κατασκεύασμα είχε ψυχή θα μπορούσε να μου δώσει κάποια απάντηση. Τώρα, μια ξερή μηχανική πληροφορία γραμμένη πρόχειρα στο χέρι από αυτόν που τόστειλε. “Θεία Νέμεσης, το δίκιο μου”. Και κείνο γλιστρούσε ανάμεσα στα μόρια του αέρα αφήνοντας ένα γλυκό εκδρομικό σφύριγμα σαν να απολάμβανε την διαδρομή. Η μόνη παρεκτροπή στην ανθρώπινη ρήση “σκοπός του ταξιδίου είναι η επιστροφή” ήταν ίσαμε τα τώρα ο… καμικάζι. Μετά βγήκε το απάνθρωπο είδος “επιχείρηση αυτοκτονίας” και τώρα… αυτό. Αλλά αυτό δεν είναι παρά το μακρύ χέρι του σύγχρονου καμικάζι που αναπαυμένος σε μια πολυθρόνα μακριά από τον θάνατο προγραμματίζει και παράγει θάνατο.
Κι από κάτω σφιχτά η μάνα με τα παιδιά της κλείνει τα μάτια στέλνοντας στον πιο κοντινό Θεό ικεσία. Ότι και να πει , σε όποια γλώσσα κι αν το πει η τελευταία λέξη θάναι πάντα “βοήθεια” . Η γλώσσα της μηχανής το καταλαβαίνει με τρεις παύλες και τρεις τελείες και η ψυχή με βαθύ πόνο. Και ο τηλεκαμικάζι το ξεπερνάει σαν “παράπλευρες απώλειες”. Αυτός που την άλλη στιγμή θάστελνε στο απόσπασμα κάποιον για απρεπή συμπεριφορά στο αδέσποτο σκυλί που ξεστράτισε.
Το ιπτάμενο μηχανάκι σταματάει να πετά και ρίχνει μούρη στο έδαφος. Τώρα πια αφέθηκε στην μοίρα του αγκαλιασμένο με την βαρύτητα . Μια μοίρα άρρηκτα δεμένη με την δυστυχία του άλλου. Αυτή την δυστυχία θα καταγράψει άλλη υψηλής ανάλυσης μηχανή ψηλά κι απόκοσμα στο αχανές, στην ασφάλεια. Θα το στείλει στον σύγχρονο αντ’ αυτού καμικάζι και κείνος θα πηδήξει μέχρι πάνω θριαμβευτικά για την χειρουργική επιτυχία στον στόχο. Τα μάτια του μόνο αυτά θα δουν, αυτά τον ενδιαφέρουν. Το ποιόν του στόχου και τα αποτελέσματα του είναι εντελώς αδιάφορα, είναι δουλειά άλλων.
Παρέδωσα το άρμα στον Φαέθωνα και την αγάπη μου στον Θεό. Για να φροντίσεις παιδικά συντρίμμια και τσακισμένα κορμιά εκεί κάτω θέλεις ένα κόσμο σβησμένο από αισθήματα και μακριά από το βλέμμα του Θεού. Πόσο όμως θ’ αντέξεις και συ χωρίς ασπίδα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου