Παρακάτω σας παραθέτουμε ένα άρθρο του δικηγόρου Αθηνών, κ. Γρηγόρη Τσόλια, σχετικά με την νομική αντιμετώπιση των εγκλημάτων που τελούνται στο διαδίκτυο, προκειμένου -προωθώντας τον επιστημονικό διάλογο- να διαφωνήσουμε με την θέση που εκφράζει στο συγκεκριμένο άρθρο του, δηλ. ούτε λίγο ούτε πολύ ότι πρέπει να λαμβάνει χώρα άρση του απορρήτου των blogs, όταν καταγγέλλεται το πλημμέλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.
Το άρθρο του έχει επί λέξει ως εξής, και μπορείτε να το βρείτε εδώ http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=304665
Όχι στην καταχρηστική άσκηση
Γρηγόρης Τσόλιας Δικηγόρος - Μ.Δ. Ποινικών Επιστημών, εξειδικευμένος σε θέματα απορρήτου επικοινωνιών
Η κανονιστική ρύθμιση του
Διαδικτύου καθίσταται σχεδόν αδύνατη -και για τεχνικούς λόγους- τη
στιγμή κατά την οποία αυξάνεται η τέλεση των εγκλημάτων σε αυτό και
αναδεικνύεται σε χώρο υπαίτιας και συκοφαντικής παραπληροφόρησης.
Η δυνατότητα ανώνυμης χρήσης του Διαδικτύου συνιστά μεν έκφανση
του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης, πληροφόρησης, καθώς επίσης της
ελεύθερης και απόρρητης επικοινωνίας, βρίσκει όμως τα όριά της στην
απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων αυτών.
Η πολιτεία, ήδη με τον ν. 3783/2009, είχε προχωρήσει στην
κατάργηση της δυνατότητας ανώνυμης χρήσης των κινητών τηλεφώνων και
εισήγαγε την υποχρεωτική ταυτοποίησή τους με τα στοιχεία ταυτότητας των
χρηστών προς διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας και για την προστασία της
δημόσιας τάξης από αξιόποινες πράξεις.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Προηγουμένως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου είχε ήδη ασχοληθεί με το ζήτημα της ανωνυμίας στο Διαδίκτυο και
είχε κρίνει στην υπόθεση Κ.U. κατά Φινλανδίας της 02/12/2008 ότι στη
συγκεκριμένη περίπτωση (εν αγνοία του ανήλικου προσφεύγοντος,
δημοσιεύθηκαν προσωπικά του δεδομένα σε ιστοσελίδα γνωριμιών,
συγκεκριμένων σεξουαλικών προτιμήσεων) ότι το κράτος είχε παραβιάσει την
υποχρέωσή του να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τον εντοπισμό των
ηλεκτρονικών ιχνών των δραστών εξαιτίας της κείμενης νομοθεσίας, η οποία
απαγόρευε για το συγκεκριμένο έγκλημα την άρση του απορρήτου.
Η διεύρυνση του καταλόγου του άρθρου 4 ν. 2225/94 και η προσθήκη
περαιτέρω εγκλημάτων για τα οποία θα επιτρέπεται η άρση του απορρήτου
των επικοινωνιών καθίσταται πλέον αναγκαία, καθόσον το έγκλημα
μεταλλάσσεται σε «ηλεκτρονικό». Είναι αδιανόητο ότι στον ανωτέρω
κατάλογο ακόμη δεν περιλαμβάνονται τα εγκλήματα που πρωτίστως τελούνται
στο πεδίο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως η παραβίαση του απορρήτου
των επικοινωνιών (υποκλοπές), η παράνομη επεξεργασία προσωπικών
δεδομένων (αναρτήσεις, δημοσιεύσεις φωτογραφιών κ.λπ.), οι κακόβουλες
επιθέσεις σε πληροφοριακά συστήματα (hacking, cracking, botnets) και η
απάτη με υπολογιστή (phishing, pharming).
Περαιτέρω, τίθεται υπό συζήτηση το κατά πόσον θα πρέπει να
προστεθεί στον ανωτέρω κατάλογο το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης,
αφού πρόκειται για ένα ήπιας μορφής πλημμέλημα, το οποίο δεν συνάδει με
τη συνταγματική επιταγή περί «ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος», όπως
εξάλλου γίνεται δεκτό και στις ΗΠΑ, όπου κατά βάση δεν γίνονται δεκτά τα
αιτήματα χορήγησης ηλεκτρονικών ιχνών δραστών τέτοιων εγκλημάτων μέσω
μηχανών κοινωνικής δικτύωσης, ιστοσελίδων ή ιστολογίων.
Προϋπόθεση εφαρμογής του ν. 2225/94 για την άρση του απορρήτου
των επικοινωνιών, ακόμη και στην περίπτωση ένταξης του εγκλήματος της
συκοφαντικής δυσφήμησης στον ανωτέρω κατάλογο του νόμου, αποτελεί η
ύπαρξη επικοινωνίας μεταξύ δύο μερών, τα οποία επιδιώκουν το απόρρητο
αυτής.
Η περίπτωση όμως κατά την οποία ο διαχειριστής μιας ιστοσελίδας ή
ο ιστολόγος (blogger) δημοσιεύει π.χ. ένα άρθρο και το καθιστά
ελευθέρως κοινό και γνωστό σε απροσδιόριστο αριθμό χρηστών του
Διαδικτύου δεν διαφέρει σε τίποτα από τη δημοσίευση σε μια εφημερίδα ή
από την τοιχοκόλλησή του, ώστε με δυσκολία να μπορεί να υιοθετηθεί η
ερμηνεία περί συνταγματικής προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας
μεταξύ δύο μερών. Ως προς το σημείο αυτό, μας βρίσκει σύμφωνους η
συλλογιστική που αναπτύχθηκε στην υπ' αρ. 09/2009 γνωμοδότηση του
εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ανεξαρτήτως των έντονων αντιρρήσεών μας και
την από μέρους μας άσκηση κριτικής κατά τα λοιπά.
Αδύνατη η ταυτοποίηση
Τέλος, η σκέψη περί υποχρεωτικής ταυτοποίησης των διαχειριστών
των ψηφιακών ιστολογίων φαίνεται κατ' αρχήν αδύνατη, για πρακτικούς και
τεχνικούς λόγους, καθώς οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται κατά βάση από
εταιρείες των ΗΠΑ οι οποίες όχι μόνο δεν δέχονται συνήθως να χορηγήσουν
στοιχεία και ηλεκτρονικά ίχνη χρηστών υπηρεσιών τους σε περιπτώσεις
συκοφαντικής δυσφήμησης, αλλά, πολύ περισσότερο, η εισαγωγή οποιασδήποτε
νομικής υποχρέωσης ταυτοποίησης των διαχειριστών ιστολογίων δεν ασκεί
καμία επίδραση σε αυτά, αφού η λειτουργία τους διέπεται από το
αμερικανικό και όχι το ελληνικό δίκαιο.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση εταιρειών που εδρεύουν στην
Ελλάδα, η από μέρους των χρηστών του Διαδικτύου υπηρεσιών ανωνυμοποίησής
(proxy servers, anonymizers) θα οδηγήσει στην παράκαμψη της όποιας
υποχρέωσης ταυτοποίησης.
Όμως:
Παραθέτουμε παρακάτω ενδιαφέρουσες αναρτήσεις του διαδικτύου, που κονιορτοποιούν την παραπάνω θέση, ήτοι:
http://enomenoiblogers.blogspot.com/2011/06/blog-post.html
http://enomenoiblogers.blogspot.com/2011/07/blog-post_4895.html
http://enomenoiblogers.blogspot.com/2011/08/blogs.html
http://enomenoiblogers.blogspot.com/2011/09/t-bloggers.html
http://enomenoiblogers.blogspot.com/2010/12/blogs_12.html
Ειδικότερα:
Το Σύνταγμα προβλέπει την
ελεύθερη επικοινωνία των Ελλήνων πολιτών και το απόρρητο της επικοινωνίας τους
(άρθρο 19 παρ.1 εδ.α΄ του Συντάγματος). Αντικείμενο προστασίας δεν είναι η
διάδοση ενός μηνύματος (η οποία προστατεύεται από το άρθρο 14 παρ.1 του
Συντάγματος), αλλά το απόρρητο αυτού. Ως εκ τούτου, το άρθρο 19 παρ.1 Σ κατοχυρώνει
την ελευθερία της ανταποκρίσεως και της επικοινωνίας, όσο και το απόρρητο όλων
των μορφών επικοινωνίας, εφόσον οι επικοινωνούντες επέλεξαν να διατηρήσουν την
εμπιστευτικότητα και έλαβαν τα κατάλληλα, προς τούτο, μέτρα. Το απόρρητο της
επικοινωνίας είναι απαραβίαστο, με την επιφύλαξη πάντοτε ενός νόμου, ο οποίος
ορίζει τις εγγυήσεις, υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το
απόρρητο, για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών
εγκλημάτων (άρθρο 19 παρ.1, εδ. β΄ του Συντάγματος). Το αναθεωρημένο το έτος
2001 Σύνταγμα προσθέτει στο άρθρο 19 την παράγραφο 2, βάσει της οποίας, νόμος
ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες
ανεξάρτητης αρχής, που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. Ο εξουσιοδοτικός
του Συντάγματος Ν. 2225/1994 ίδρυσε την Εθνική Επιτροπή Προστασίας του
Απορρήτου των Επικοινωνιών. Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 3115/2003,
βάσει του οποίου συστάθηκε, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 19
παρ.1 Σ, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), (βλ. Περί της ελευθερίας των ιστολογίων,
Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή).
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Ν. 2225/1994,
προβλέπεται η δυνατότητα άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, υπό τις
εγγυήσεις της δικαστικής εξουσίας, για συγκεκριμένα αδικήματα (κυρίως
κακουργήματα, αλλά και κάποια σοβαρά πλημμελήματα), τα οποία προβλέπονται
περιοριστικά στον κατάλογο του άρθρου 4 παρ.1 του Ν. 2225/1994, και υπό την
προϋπόθεση της τηρήσεως της, εκεί, προβλεπομένης διαδικασίας. Σύμφωνα με το
άρθρο 3 του ίδιου ως άνω Νόμου, προβλέπεται ότι την αίτηση για την άρση του
απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας υποβάλλει η αρμόδια αρχή, στην
αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα της εθνικής ασφάλειας, ενώ την οικεία
διάταξη εκδίδει ο Εισαγγελέας Εφετών. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2
του ίδιου ως άνω Νόμου, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των περιοριστικά
αναφερομένων στην παρ. 1 του άρθ. 4 του ίδιου ως άνω Νόμου εγκλημάτων και
πλημμελημάτων επιτρέπεται μόνον αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό
συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υποθέσεως ή η εξακρίβωση του τόπου
διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν.
Σύμφωνα, τέλος, με το άρθρο 4 παρ. 4 του ίδιου ως άνω Νόμου, η άρση επιβάλλεται
με διάταξη του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ’ ύλην και κατά τόπον
αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος, με
το οποίο σχετίζεται η άρση.
Εξάλλου,
σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3471/2006, οποιαδήποτε χρήση των υπηρεσιών
ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που παρέχονται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών
και των διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των
συναφών δεδομένων κινήσεως και θέσεως, προστατεύεται από το απόρρητο των
επικοινωνιών. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή μόνο υπό τις προϋποθέσεις
και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Συντάγματος.
Επιπλέον, η έννοια της «επικοινωνίας» στο διαδίκτυο ορίζεται δεσμευτικά από το
άρθρο 2 περ. 2 της Οδηγίας ΕΚ/2002/58. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επικοινωνία
είναι: «κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός
πεπερασμένου αριθμού μερών, μέσω μιας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας
ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Δεν περιλαμβάνονται πληροφορίες, που διαβιβάζονται
ως τμήμα ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών στο κοινό μέσω δικτύου ηλεκτρονικών
επικοινωνιών, εκτός από τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι πληροφορίες μπορούν
να αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη που τις λαμβάνει». Το άρθρο 15 του Προοιμίου της Οδηγίας
διευκρινίζει ότι μια επικοινωνία μπορεί να περιλαμβάνει τυχόν πληροφορίες περί
του ονόματος, της αριθμήσεως ή της διευθύνσεως, που παρέχουν ο αποστολέας ή ο
χρήστης μιας συνδέσεως, προκειμένου να πραγματοποιήσουν την επικοινωνία. Τα
δεδομένα κινήσεως μπορούν να περιλαμβάνουν τυχόν μεταφράσεις αυτών των
πληροφοριών από το δίκτυο, δια του οποίου διαβιβάζεται η επικοινωνία,
προκειμένου να μεταδοθεί. Τα δεδομένα κινήσεως μπορεί, μεταξύ άλλων, να
αναφέρονται στη δρομολόγηση, τη διάρκεια, το χρόνο ή το μέγεθος μιας
επικοινωνίας, στο πρωτόκολλο που χρησιμοποιείται, στη θέση του τερματικού
εξοπλισμού του πομπού ή του δέκτη, στο δίκτυο από το οποίο προέρχεται ή στο
οποίο καταλήγει η επικοινωνία, στην αρχή, το τέλος ή τη διάρκεια μιας
συνδέσεως. Μπορεί, επίσης, να συνίστανται στο σχήμα, με το οποίο η επικοινωνία
μεταβιβάζεται από το δίκτυο. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Γνωμοδότηση
1/2005 της ΑΔΑΕ, βάσει της οποίας "η κατοχύρωση
από το ισχύον Σύνταγμα του απολύτως απαραβίαστου κάθε επικοινωνίας, χωρίς να
γίνεται διάκριση σε εξωτερικά και εσωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, οδηγεί
στο συμπέρασμα ότι στην προστατευτική σφαίρα του απορρήτου εμπίπτουν και τα
εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, όπως είναι η ταυτότητα των
επικοινωνούντων, ο τρόπος και ο χρόνος της επικοινωνίας, οι αριθμοί των
εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων, η χρέωση της επικοινωνίας, η γεωγραφική
θέση των επικοινωνούντων, η ταυτότητα της τερματικής συσκευής, οι ηλεκτρονικές
διευθύνσεις, τα μηνύματα κ.τ.λ.". Κατά τη συνταγματικά ορθότερη άποψη,
το απόρρητο της επικοινωνίας καλύπτει και την ηλεκτρονική επικοινωνία κατά το
μέτρο που δεν πρόκειται για δημόσια επικοινωνία και έχει χρησιμοποιηθεί ειδική
διαδικασία διαφυλάξεως του απορρήτου. Επίσης,
σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58 για την προστασία της ιδιωτικής
ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία
2009/136/ΕΚ), εναρμονίζονται οι διατάξεις των κρατών μελών, οι οποίες
απαιτούνται προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών,
και ιδίως του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και την εμπιστευτικότητα, όσον
αφορά στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών
επικοινωνιών, καθώς και να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων
αυτών και των εξοπλισμών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην
Κοινότητα. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.1 της Οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη
κατοχυρώνουν, μέσω της εθνικής νομοθεσίας, το απόρρητο των επικοινωνιών, που
διενεργούνται μέσω δημόσιου δικτύου επικοινωνιών (ιστοσελίδων – blogs) και των
διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών
δεδομένων κινήσεως. Ειδικότερα,
απαγορεύουν την ακρόαση, υποκλοπή, αποθήκευση ή άλλο είδος παρακολουθήσεως ή
επιτηρήσεως των επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κινήσεως από πρόσωπα
πλην των χρηστών, χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων χρηστών, εκτός αν
υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15 παρ. 1 της Οδηγίας.
Περαιτέρω, η λειτουργία ενός ιστολογίου προϋποθέτει
την αποδοχή των όρων μιας πλατφόρμας υπηρεσιών κοινωνίας της πληροφορίας
(blogger.com, wordpress.com), δηλ. μία σύμβαση του χρήστη με τη σχετική
υπηρεσία. Πρόκειται λοιπόν για μία υπηρεσία, η οποία εμπίπτει στο πεδίο
εφαρμογής των "ηλεκτρονικών επικοινωνιών", αφού σύμφωνα με την
Οδηγία 2002/58 ακόμη και το απλό σερφάρισμα στο Διαδίκτυο συνιστά
"επικοινωνία". Με την Οδηγία τίθενται περιοριστικά οι όροι υπό
τους οποίους επιτρέπεται η συλλογή προσωπικών δεδομένων των χρηστών. Αυτό
σημαίνει ότι αν επιχειρείται συλλογή προσωπικών δεδομένων των χρηστών σε
περίπτωση που δεν προβλέπεται από την Οδηγία, τότε η, εν λόγω, συλλογή είναι
παράνομη και αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο. Ο Ν. 3471/2006
θέτει δύο όρους επιτρεπόμενης συλλογής προσωπικών δεδομένων σε περίπτωση
σύμβασης παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών υπηρεσιών:
(α) όταν δίνεται η
συγκατάθεση του συνδρομητή, ύστερα από ενημέρωσή του (όπου συγκατάθεση νοείται
η ελεύθερη δήλωση βούλησης ότι επιθυμεί τα δεδομένα του να υποστούν επεξεργασία
και αντιδιαστέλλεται προς την υποχρεωτική διάθεση των δεδομένων που μπορεί να
επιβάλλει ένας νόμος) και
(β) όταν η επεξεργασία
είναι αναγκαία για την εκτέλεση της σύμβασης παροχής τηλεπικοινωνιακών
υπηρεσιών ή για τη λήψη μέτρων κατά το προσυμβατικό στάδιο μετά από αίτηση του
συνδρομητή. Στα blogs τα μόνα αναγκαία στοιχεία είναι ένα e-mail του χρήστη,
χωρίς να χρειάζεται το ονοματεπώνυμό του για τη λειτουργία της σύμβασης με τον
blogger.com ή με την wordpress κλπ. Άρα, η χορήγηση του ονόματος δεν είναι
αναγκαία για την εκτέλεση της σύμβασης. Επομένως, είναι παράνομη η οποιαδήποτε
τυχόν αυθαίρετη και χωρίς την έγκριση του χρήστη κοινοποίησή του.
Ομοίως, η Οδηγία 2002/58 αναφέρει ακριβώς αυτές τις
περιπτώσεις (άρθρο 5 παρ. 1 και 3). H εξαίρεση του άρθρου 15 της Οδηγίας έχει
περιοριστεί από το αντίστοιχο άρθρο 11 της Οδηγίας 2006/24, στην οποία
διευκρινίζεται ποια δεδομένα επιτρέπεται να φυλάσσονται για προληπτικούς
λόγους. Σε αυτά τα δεδομένα δεν προβλέπονται βέβαια τα ονοματεπώνυμα των
bloggers.
Ήδη
δε, δυνάμει του, με αριθμό 3917/2011, Νόμου
«Για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε
συνάρτηση με την παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών
επικοινωνιών ή δημόσιων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση του ν.
3471/2006» (που ενσωματώνει την Οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006, L 105/13.4.2006 και την τροποποίηση
της οδηγίας 2002/58/ΕΚ), ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 4 αυτού ότι «Τα
δεδομένα του άρθρου 5 παρέχονται μόνο στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τη
διαδικασία, τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόσβασης που ορίζονται στο ν.
2225/1994», ενώ στη διάταξη του άρθρου 5 του ως άνω νόμου ορίζονται οι
κατηγορίες διατηρούμενων δεδομένων, στα οποία, μεταξύ άλλων, ορίζονται ως
δεδομένα αναγκαία για την ανίχνευση και τον προσδιορισμό της πηγής της
επικοινωνίας «..β. όσον αφορά την πρόσβαση στο διαδίκτυο και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και
τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου : αα) ο αποδοθείς κωδικός ταυτότητας χρήστη, ββ) ο
κωδικός ταυτότητας χρήστη και ο τηλεφωνικός αριθμός που δίνονται σε κάθε
επικοινωνία που εισέρχεται στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο, γγ) το ονοματεπώνυμο
και η διεύθυνση του συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη στον οποίο είχε αποδοθεί
κατά το χρόνο επικοινωνίας διεύθυνση IP (πρωτοκόλλου διαδικτύου), κωδικός
ταυτότητας χρήστη ή αριθμός τηλεφώνου..».
Άλλωστε, όπως και ο πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ. Χάρης
Καστανίδης, ρητά διαπίστωσε, «η διατήρηση των δεδομένων της
επικοινωνίας δεν συνιστά ανακριτική πράξη, αφού τα δεδομένα της επικοινωνίας
παραμένουν στα αρχεία του παρόχου, δεν τυγχάνουν επεξεργασίας και
γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές, μόνον υπό τις προϋποθέσεις και τις
διαδικασίες του εκτελεστικού νόμου του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος. Σύμφωνα
με την εθνική νομοθεσία, προϋπόθεση διενέργειας της ανακριτικής πράξης της άρσης
του απορρήτου των επικοινωνιών αποτελεί κατ’ άρθρ. 4 του ν. 2225/1994 η
διακρίβωση των εκεί αναφερόμενων εγκλημάτων αναφορικά με συγκεκριμένο
κατηγορούμενο, ενώ κατά το άρθρο 253Α παρ. 1 εδ. γ’ ΚΠΔ στην
έννοια της έρευνας του άρθρου 253 ΚΠΔ συμπεριλαμβάνεται και η ανακριτική πράξη
της άρσης του απορρήτου. Ως εκ τούτου, η
επεξεργασία των πληροφοριών που προκύπτουν από τα δεδομένα αυτά επιτρέπεται
μόνον εφόσον διαταχθεί η διενέργεια της ανακριτικής πράξης της άρσης του
απορρήτου σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου για την τέλεση συγκεκριμένου
εγκλήματος, ενώ πρέπει να τονισθεί ότι με τις διατάξεις του παρόντος
νομοσχεδίου δεν επιτρέπεται προληπτική επεξεργασία των διατηρούμενων δεδομένων,
η οποία θα προσέκρουε στο άρθρο 19 του Συντάγματος και την αρχή της
αναλογικότητας». Οποιαδήποτε αντίθετη ρύθμιση
για γενική και
προληπτική επωνυμοποίηση των ιστοσελίδων (blogs), αν και κατά καιρούς
επιχειρήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία, εγκαταλείφθηκε, διότι βρίσκεται
σε
κατάφωρη αντίθεση με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου, αλλά και ενέχει ανεπίτρεπτο περιορισμό του
άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, περί ελευθερίας της έκφρασης, καθόσον δεν πρόκειται για περιορισμό,
ο οποίος είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία, (παρ. 2 του ως άνω άρθρου
10 ΕΣΔΑ), σύμφωνα με τους ορισμούς του παραπάνω άρθρου που
καλύπτει ολόκληρο τον κύκλο της επικοινωνίας, ανεξαρτήτως των μέσων που
χρησιμοποιούνται, ενώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε
ότι η ελευθερία της εκφράσεως καλύπτει και περιεχόμενα, τα οποία θίγουν,
σοκάρουν ή αναστατώνουν το κράτος ή ένα μέρος των πολιτών. Υπό την προστασία
της ελευθερίας εκφράσεως δεν τίθενται, συνεπώς, μόνο μη προβληματικά και μη
επισείοντα κριτική περιεχόμενα. Ως εκ τούτου, η ελευθερία εκφράσεως σε
ιστολόγια, αναφέρεται σε γεγονότα, δυνάμενα ακόμη και να σοκάρουν το ευρύ κοινό
(βλ. ομοίως, Περί της ελευθερίας των ιστολογίων, Φερενίκη
Παναγοπούλου-Κουτνατζή).
Όσον αφορά ειδικά στις αναρτήσεις
ρατσιστικού περιεχομένου στα ιστολόγια, το Σύνταγμά μας επιτρέπει την ποινική
απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου, όχι δίχως, άλλο, αλλά όταν οι συνέπειες του
ρατσιστικού λόγου καθίστανται ανυπόφορες. Υπό την έννοια αυτή το Σύνταγμα,
αφενός δεν παρέχει μια γενική δυνατότητα απαγόρευσης του ρατσιστικού λόγου προς
αποτροπή του μακροπρόθεσμου κινδύνου επικράτησης ρατσιστικών ιδεών, και αφετέρου
δεν ανέχεται το ρατσιστικό λόγο που είναι βάναυσα προσβλητικός και εξωθεί σε
παράνομες πράξεις. Εκτεταμένοι αντιρατσιστικοί περιορισμοί στην ελευθερία
εκφράσεως σε ιστολόγια θα οδηγούσαν σε υποβιβασμό της ελευθερίας εκφράσεως και
θα επέφεραν και την απαγόρευση άλλων ετερόδοξων ιδεών. Ως εκ τούτου, το
επιτρεπτό των αναρτήσεων τυχόν ρατσιστικού περιεχομένου σε ιστολόγια πρέπει να
κρίνεται κατά περίπτωση και η απαγόρευση να λαμβάνει χώρα μόνο στις
περιπτώσεις, που οι ρατσιστικές διατυπώσεις προσβάλλουν βάναυσα την τιμή των
άλλων ή απειλούν την κοινή ειρήνη (βλ. Περί της ελευθερίας των ιστολογίων,
Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή).
Η ελευθερία της έκφρασης, που αποτελεί
ένα από τα βασικά θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, κατοχυρώνεται στο
Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 14 παρ. 1. Η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει το δικαίωμα
της διαμόρφωσης, κατοχής, έκφρασης και διάδοσης ή ακόμα και αποσιώπησης
(αρνητική έκφανση του δικαιώματος γνώμης), αλλά και της λήψεως μιας γνώμης.
Περιεχόμενο της ελευθερίας γνώμης είναι, συνεπώς, η ελευθερία διαμορφώσεως της
γνώμης, η ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως αυτής χωρίς δυσμενείς για τον
εκφραστή συνέπειες και η επιλογή του τρόπου, αλλά και του μέσου διαδόσεως.
Ήτοι, η ελευθερία έκφρασης περιλαμβάνει και την ελευθερία επιλογής της γλώσσας
έκφρασης. Συνεπώς, όταν το άρθρο 14
παρ. 1 του Συντάγματος αναφέρεται στην προφορική, γραπτή και δια του τύπου
έκφραση των στοχασμών, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής
του η έκφραση των στοχασμών μέσω του διαδικτύου, δεδομένου ότι η αναφορά αυτή
πρέπει να θεωρείται ως ενδεικτική, πολλώ μάλλον όταν το διαδίκτυο αποτελεί στο
σύγχρονο κόσμο το πιο εξελιγμένο μέσο μαζικής επικοινωνίας και μάλιστα
αμφίδρομης.
Ιδιαίτερης σπουδαιότητας είναι το
Διεθνές Σύμφωνο για το Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο κύρωσε η
Ελλάδα με το Ν. 2462/1997, και το οποίο κατοχυρώνει στο άρθρο 19 παρ. 2 το
δικαίωμα κάθε προσώπου στην ελευθερία της εκφράσεως. Το δικαίωμα αυτό
περιλαμβάνει την ελευθερία της αναζητήσεως, της λήψεως και της μεταδόσεως
πληροφοριών και απόψεων κάθε είδους, ανεξαρτήτως συνόρων, προφορικά, γραπτά, σε
έντυπα, σε κάθε μορφή τέχνης ή με κάθε άλλο μέσο της επιλογής του. Τέλος,
σύμφωνα με το άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακηρύξεως για τα Ανθρώπινα
Δικαιώματα, «καθένας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης και της
εκφράσεως, που σημαίνει το δικαίωμα να μην υφίσταται δυσμενείς συνέπειες για
τις γνώμες του, και το δικαίωμα να αναζητεί, να παίρνει και να διαδίδει
πληροφορίες και ιδέες με οποιοδήποτε μέσο εκφράσεως και από όλο τον κόσμο». Το κείμενο αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να
αποτελέσει τη βάση για την παγκόσμια κατοχύρωση της ελευθερίας εκφράσεως στα
ιστολόγια, δεδομένου ότι τα ιστολόγια συνιστούν μέσα ανταλλαγής των απόψεων,
που αδυνατούν να προσφέρουν τα παραδοσιακά μέσα του τύπου. Υπό το πρίσμα αυτό,
οι περιορισμοί στα ιστολόγια συνιστούν περιορισμούς στη δημοκρατικοποίηση των
ιδεών.
Επομένως, με βάση τις παραπάνω ρητές και
σαφείς διατάξεις του Συντάγματος και του εσωτερικού και ευρωπαϊκού δικαίου, οι διωκτικές αρχές δεν δύνανται,
επικαλούμενες τις γνωμοδοτήσεις του πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κ.
Γεωργίου Σανιδά, (με αριθμό 9/2009), αλλά και του διαδόχου του, κ. Ιωάννη Τέντε,
(με αριθμό 12/2009), καθώς και την τελευταία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου,
κ. Αθανάσιου Κατσιρώδη (με αριθμό 9/11) να ζητούν από τις
εταιρείες - παρόχους
υπηρεσιών διαδικτύου, να τους δίδουν όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες
για
τους ιδιοκτήτες και διαχειριστές των ιστοσελίδων, σε βάρος των οποίων
πολίτες
και πολιτικοί, και τελευταία δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί,
καταθέτουν μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμηση ή άλλη προσβολή της
προσωπικότητάς τους. Εξάλλου, και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των
Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), επιμένει, κόντρα στις παραπάνω εισαγγελικές
γνωμοδοτήσεις,
ότι τα στοιχεία που ζητεί η αστυνομία ανήκουν στον πυρήνα της
προστατευόμενης
από το Σύνταγμα αλληλογραφίας και δεν μπορούν να δοθούν χωρίς να τηρηθεί
η
συνταγματική και νομική διαδικασία. Για την άρση του απορρήτου των
επικοινωνιών
απαιτείται να έχει διαπραχθεί κάποιο ρητά αναφερόμενο σοβαρό έγκλημα,
και να
αποφασίσει είτε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, είτε ο Εισαγγελέας Εφετών
(για
λόγους εθνικής ασφάλειας).
Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των
Επικοινωνιών, με επιστολή του Προέδρου της, προς τον τότε Πρόεδρο της Βουλής
και τον τότε Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της
Βουλής, αντιτάχθηκε στις ως άνω γνωμοδοτήσεις των κ.κ. Σανιδά και Τέντε,
επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, αναφορικά με την προστασία του απορρήτου τα εξής:
«όλες
οι μορφές επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που πραγματοποιούνται
μέσω του Διαδικτύου, αντιμετωπίζονται με ενιαίο τρόπο και από το Σύνταγμα και
από τον Κοινοτικό νομοθέτη». Τονίζει,
επίσης, ότι η διάταξη περί απορρήτου του άρθρου 19 του Συντάγματος που εγγυάται
ότι «το
απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με
οποιονδήποτε άλλον τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο» έχει απόλυτο
χαρακτήρα και δεν εξαρτάται από την έκδοση εκτελεστικού νόμου. Για τις ειδικές
περιπτώσεις άρσεως του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας ή για τη
διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, το Σύνταγμα προβλέπει την ψήφιση νόμου
(στην προκειμένη περίπτωση ο Ν. 2225/1994), που προσδιορίζει με σαφήνεια τις
περιπτώσεις και τη διαδικασία με την οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των
επικοινωνιών.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να
επισημανθούν τα εξής: Οι ανωτέρω Γνωμοδοτήσεις των Εισαγγελέων του Αρείου Πάγου
συνιστούν μια τουλάχιστον ατυχή προσπάθεια «παρερμηνείας» του Συντάγματος, και
σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το Νόμο. Εξάλλου, οι σχετικές
διατάξεις του Συντάγματος είναι σαφείς και ορισμένες, συνεπώς δεν υφίσταται
κανένα κενό νόμου που να χρήζει ερμηνείας. Σε κάθε περίπτωση, και οι τρεις (3) ως
άνω Γνωμοδοτήσεις παραλείπουν να αναφερθούν στο άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος,
βάσει του οποίου απαγορεύεται η χρήση
αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου 19 και των
άρθρων 9 και 9Α του Συντάγματος, δηλαδή κατά παράβαση του
απορρήτου
της επικοινωνίας, της ιδιωτικότητας και της προστασίας των προσωπικών
δεδομένων. Η αναζήτηση της ταυτοποιήσεως του χρήστη μπορεί να λάβει χώρα
ΜΟΝΟ
ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ για τη διερεύνηση «ιδιαίτερα σοβαρών
εγκλημάτων», και ΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΑ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ
ΣΟΒΑΡΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ
Ν. 2225/1994. Οποιαδήποτε άλλη εντολή για παράδοση στοιχείων, χωρίς τη
συναίνεση του χρήστη, θα οδηγήσει σε παραβίαση του απορρήτου εκ μέρους
των
παρόχων και τα τυχόν συλλεχθέντα στοιχεία θα είναι παρανόμως ληφθέντα, άρα
δεν θα επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, όπως ορίζει το άρθρο 19
παρ. 3 του Συντάγματος. Εξάλλου, πλέον, ο Ν. 3917/2011 και, συγκεκριμένα οι
διατάξεις των άρθρων 4 και 5 αυτού, αποκλείουν το ενδεχόμενο παρερμηνείας
για το πότε επιτρέπεται η αναζήτηση ταυτοποίησης του ανώνυμου χρήστη.
Λόγω δε του εξόφθαλμα εσφαλμένου και παράνομου περιεχομένου των εν λόγω
γνωμοδοτήσεων, έχει προκληθεί πληθώρα αντιδράσεων από νομικό κόσμο και μη (βλ.
την επώνυμη, από 31.05.2011, ανάρτηση του δικηγόρου, κ. Βασίλη Σωτηρόπουλου, με
τίτλο «Εσφαλμένη και η τρίτη γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για
την ανωνυμία», καθώς και
σχετικές αναρτήσεις περί του παρανόμου περιεχομένου της, με αριθμό 12/2009,
γνωμοδότησης του κ. Ιωάννη Τέντε, καθώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν.3917/2011 τα
«δεδομένα κίνησης και θέσης», ήτοι τα στοιχεία για την ταυτοποίηση του
συνδρομητή μιας σύνδεσης, όπως αυτά εξειδικεύονται στο άρθρο 5 του
προαναφερθέντος νόμου, παρέχονται σύμφωνα
με τις διατάξεις του Ν. 2225/1994, δηλαδή σύμφωνα με τις διατάξεις της άρσης
του απορρήτου. Σε περίπτωση, δε, συμμόρφωσης των παρόχων με την
προαναφερθείσα γνωμοδότηση και παράδοσης στοιχείων στις αρχές, χωρίς να
πληρούνται οι προϋποθέσεις του Ν. 2225/1994, είναι βέβαιο ότι θα υποστούν τις βαρύτατες ποινικές και
διοικητικές κυρώσεις που προβλέπει ο Ν. 3917/2011 στις διατάξεις των άρθρων 11
και 12 αυτού. Δεν θα πρέπει, δε, να λησμονείται ότι οι ως άνω γνωμοδοτήσεις ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΙΣΧΥ ΝΟΜΟΥ, ούτε παράγουν,
κάποιας μορφής δέσμευση, παρά είναι νομικές κρίσεις υπό καθεστώς
εξουσίας ανάξιες περαιτέρω σχολιασμού και παραδείγματα προς αποφυγή.
Εξάλλου, και η, με αριθμό 1/2005,
Γνωμοδότηση της ΑΔΑΕ καθιστά σαφές ότι η άρση του απορρήτου, όπως προβλέπεται
στο νόμο και στο Σύνταγμα, συνιστά μια ειδική ανακριτική πράξη, η οποία
διενεργείται μόνο επί συγκεκριμένων και περιοριστικά αναφερομένων στα άρθρα 4
και 5 του Ν. 2225/1994 εγκλημάτων, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3115/2003, καθώς και το
άρθρο 253Α του ΚΠΔ. Η εν λόγω γνωμοδότηση καταλήγει ότι «οι
προανακριτικοί υπάλληλοι δεν δύνανται να προβαίνουν σε άρση του απορρήτου κατ’
εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 243 του ΚΠΔ, ακόμα και αν πρόκειται για
αυτόφωρα εγκλήματα, καθώς η εν λόγω πράξη ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο και
διατάσσεται μόνο από τη δικαστική αρχή, σύμφωνα με τη ρητή Συνταγματική επιταγή
του άρθρου 19». Η Γνωμοδότηση
χρησιμοποιεί ως επιχείρημα και την αρχή της αναλογικότητας, βάσει της οποίας η
άρση του απορρήτου θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο στις απολύτως απαραίτητες
περιπτώσεις, και να μην είναι δυσανάλογα επαχθής σε σχέση με τον επιδιωκόμενο
νόμιμο σκοπό. Καταλήγει ότι θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της αρχής αυτής,
εάν γινόταν δεκτό ότι για λιγότερο σοβαρές αξιόποινες πράξεις (π.χ.
πλημμελήματα), η κάμψη του συνταγματικά κατοχυρωμένου απορρήτου της
επικοινωνίας επιτρέπεται γενικά, και μάλιστα χωρίς τις αυξημένες εγγυήσεις που
προβλέπονται από το Σύνταγμα και από τον Ν. 2225/1994, ενώ για τη διακρίβωση των
αναφερόμενων στο Ν. 2225/1994 και άρθρο 253Α ΚΠΔ ιδιαιτέρως σοβαρών
αξιόποινων πράξεων, επιτρέπεται μόνο με τις αυξημένες εγγυήσεις και τη
διαδικασία που προβλέπονται στο νόμο.
Περαιτέρω, βασικό στοιχείο της
προσωπικής ανταπόκρισης και επικοινωνίας δεν είναι μόνο η μυστικότητα του
περιεχομένου της ανταποκρίσεως, αλλά και η ίδια η μυστικότητα της πράξεως, της
αποστολής αλλά και της λήψεως ενός μηνύματος. Η ελευθερία της επικοινωνίας
πρέπει εκτός από το περιεχόμενο να επεκτείνεται στο χρόνο αποστολής, τα στοιχεία
αποστολέα - παραλήπτη, ηλεκτρονική διεύθυνση του παραλήπτη και αποστολέα,
διεύθυνση πρωτοκόλλου κ.ο.κ. Ως εκ
τούτου, η διεύθυνση πρωτοκόλλου (ΙP address) ενός χρήστη του διαδικτύου, καθώς
και η δράση του, (πλοήγηση), στο διαδίκτυο συνιστούν απόρρητο στοιχείο της
επικοινωνίας. Στην ίδια κατεύθυνση αναφορικά με τη διεύθυνση πρωτοκόλλου
κινείται και η Γνώμη 4/2007 της Ομάδας
Εργασίας του άρθρου 29 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπου σύμφωνα με αυτήν, οι
διευθύνσεις IP συνιστούν δεδομένα που αναφέρονται σε πρόσωπο, του οποίου μπορεί
να εξακριβωθεί η ταυτότητα.
Η θέση αυτή επιτάσσεται από το άρθρο 3
του Ν. 3471/2006, βάσει του οποίου δεδομένα κινήσεως είναι τα δεδομένα, που
υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της διαβιβάσεως μίας επικοινωνίας
σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή της χρεώσεώς της. Στα δεδομένα κινήσεως
μπορεί να περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο αριθμός, η διεύθυνση, η ταυτότητα
της συνδέσεως ή του τερματικού εξοπλισμού του συνδρομητή ή και χρήστη, οι
κωδικοί προσβάσεως, τα δεδομένα θέσεως, η ημερομηνία και ώρα ενάρξεως και
λήξεως και η διάρκεια της επικοινωνίας, ο όγκος των διαβιβασθέντων δεδομένων,
πληροφορίες σχετικά με το πρωτόκολλο, τη μορφοποίηση, τη δρομολόγηση της
επικοινωνίαςμ καθώς και το δίκτυο από το οποίο προέρχεται ή στο οποίο καταλήγει
η επικοινωνία. Επίσης, δεδομένα θέσεως είναι τα δεδομένα, που υποβάλλονται σε
επεξεργασία σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών και που υποδεικνύουν τη
γεωγραφική θέση του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη μίας διαθέσιμης στο κοινό
υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ήδη δε, από το συνδυασμό των διατάξεων
των άρθρων 4 και 5 του Ν. 3917/2011, τα ως άνω δεδομένα καλύπτονται
αναμφισβήτητα από το απόρρητο της επικοινωνίας.
Επομένως, σύμφωνα με την ισχύουσα
νομοθεσία, η ταυτότητα του ανώνυμου
ιστολόγου είναι επιτρεπτό να αποκαλυφθεί μόνο εφόσον υφίστανται λόγοι εθνικής
ασφαλείας ή προς διακρίβωση των περιοριστικά αναφερόμενων στο άρθρο 4 παρ. 1 του
Ν. 2225/1994 αδικημάτων και υπό την προϋπόθεση εκδόσεως σχετικής πράξης των
αρμόδιων δικαστικών αρχών. Οιοσδήποτε άλλος τρόπος ή μέσο με το οποίο
επιχειρείται η αποκάλυψη της ταυτότητας του ανώνυμου ιστολόγου, χωρίς την
ομολογία του ή τη συναίνεσή του προς άρση του απορρήτου, είναι παράνομα, αφού
προσκρούουν ευθέως στις προαναφερθείσες συνταγματικές και λοιπές νομοθετικές
διατάξεις. Μία γνωμοδότηση, δε, προερχόμενη από τον Εισαγγελέα του Αρείου
Πάγου μπορεί να ερμηνεύσει (αν υπάρχει κενό νόμου), όχι όμως και να ΑΝΑΤΡΕΨΕΙ
ΤΗΝ ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ και συνεπώς δεν αρκεί για την αποκάλυψη των στοιχείων
του ανώνυμου ιστολόγου (βλ. ομοίως, Περί της ελευθερίας των ιστολογίων,
Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή).
Συμπερασματικά:
Οποιαδήποτε
προσπάθεια άρσης του απορρήτου των ιστολογίων είναι παράνομη, και
φασιστική πράξη, παρεκτός εάν υπάρχει συναίνεση ή ομολογία του blogger, ή
έχει γίνει ήδη άρση του απορρήτου του με τις νόμιμες διατυπώσεις.-
πηγή:
http://apachejones-zone.blogspot.gr/2013/11/92009.html
πηγή:
http://apachejones-zone.blogspot.gr/2013/11/92009.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου