ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΙΣ 22:00 M.M ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ: ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ - ΠΕΡΙ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ, ΣΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ http://myradiostream.com/roadtoawe
ΘΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ.
ΜΙΑ ΩΡΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ, ΘΑ ΠΑΙΖΕΙ ΜΟΥΣΙΚΗ...
Η μυθολογία έχει αλλάξει κατά τη διάρκεια του χρόνου για να προσαρμοστεί στην εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού . Οι πρώτοι κάτοικοι της βαλκανικής χερσονήσου, που ήταν γεωργικοί πληθυσμοί είχαν αντιστοιχίσει ένα πνεύμα σε κάθε φυσικό φαινόμενο. Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα ασαφή πνεύματα απέκτησαν ανθρώπινη μορφή και εντάχθηκαν στην μυθολογία ως Θεοί και Θεές. Κατά την κάθοδο φυλών από την βόρεια Βαλκανική, ήρθε και ένα νέο θεϊκό πάνθεον, βασισμένο στην κατάκτηση, τη δύναμη, την ανδρεία στη μάχη και τον ηρωισμό.
Παλαιότερες θεότητες του γεωργικού κόσμου αφομοιώθηκαν με ισχυρότερες ή απαξιώθηκαν πλήρως.
Κατά το μέσο της αρχαϊκής περιόδου οι μύθοι αρχίζουν σταδιακά να ασχολούνται με τις σχέσεις μεταξύ των αρσενικών Θεών και των ηρώων, υποδεικνύοντας την παράλληλη ανάπτυξη της παιδεραστίας, όρος που εισάγεται περίπου το 630 π.χ. Μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα π.χ., οι ποιητές είχαν αντιστοιχίσει τουλάχιστον έναν ερωμένο σε κάθε σημαντικό Θεό, εκτός από τον Άρη, και σε πολλές θρυλικές προσωπικότητες. Ήδη υπάρχοντες μύθοι, όπως αυτός του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, εντάχθηκαν επίσης σε ένα παρόμοιο μοτίβο. Η διασκευή των ιστοριών της ελληνικής μυθολογίας ήταν ένα κοινό φαινόμενο, που εισήχθη αρχικά από τους αλεξανδρινούς ποιητές και συνεχίστηκε έπειτα από το σύνολο των λογοτεχνών της πρόωρης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Το επίτευγμα της επικής ποίησης ήταν να δημιουργηθούν οι ιστορικοί κύκλοι, και κατά συνέπεια να αναπτυχθεί μια αίσθηση μυθολογικής χρονολογίας. Έτσι η ελληνική μυθολογία εξελίσσεται παράλληλα με την ανάπτυξη του κόσμου και του ανθρώπου. Αν και οι αντιφάσεις στις ιστορίες καθιστούν μια απόλυτη χρονολόγηση αδύνατη, κατά προσέγγιση είναι εφικτή. Η μυθολογική ιστορία του κόσμου μπορεί να διαιρεθεί σε 3 ή 4 ευρύτερες περιόδους:
Οι «μύθοι προέλευσης» ή οι «μύθοι δημιουργίας» αποτελούν μια προσπάθεια να καταστεί ο κόσμος κατανοητός και να εξηγηθεί η προέλευση του με απλούς όρους. Η ευρύτατα αποδεκτή άποψη για την αρχή των πραγμάτων όπως αναφέρεται από τον Ησίοδο στη Θεογονία, ξεκινά με το Χάος, την πραγματική ανυπαρξία των πάντων. Από το κενό προέκυψε η Γαία και μερικά άλλα αρχικά θεία όντα: ο Έρωτας, η Άβυσσος (τα Τάρταρα), και ο Έρεβος. Χωρίς αρσενική βοήθεια η Γαία γέννησε τον Ουρανό που έπειτα την γονιμοποίησε ξανά. Από εκείνη την ένωση γεννήθηκαν πρώτα οι τιτάνες: έξι αρσενικά και έξι θηλυκά όντα (Ωκεανός, Κοίος, Κρίος,Υπερίων, Ιαπετός και Κρόνος, Θεία, Ρέα, Θέμις, Μνημοσύνη, Φοίβη και Τηθύς), κατόπιν οι μονόφθαλμοι Κύκλωπες και οι Εκατόγχειρες. Ο Κρόνος (ο νεότερος, πολύ πανούργος και πιο φοβερός εκ των παιδιών της Γαίας) με την προτροπή της μητέρας του ευνούχισε τον πατέρα του Ουρανό και έγινε ο κυβερνήτης των Θεών με την αδελφή του Ρέα ως σύζυγο του ενώ οι άλλοι τιτάνες έγιναν αυλικοί του. Η σύγκρουση πατέρα γιου επαναλήφθηκε όταν ο Κρόνος ήρθε αντιμέτωπος με τον γιο του, Δία. Ο Δίας, με την βοήθεια της μητέρα του Ρέας, προκάλεσε τον Κρόνο σε πόλεμο για την βασιλεία των Θεών. Εν τέλει, με τη βοήθεια των Κυκλώπων, που ελευθέρωσε από τα Τάρταρα, ο Δίας και οι σύμμαχοί του νίκησαν, ενώ ο Κρόνος και οι τιτάνες φυλακίστηκαν στα Τάρταρα.
Η πιο πρώιμη ελληνική ποιητική γνώμη καθιέρωσε τη Θεογονία ως το πρωτότυπο ποιητικό είδος - ο πρωταρχικός μύθος - και του απέδωσαν σχεδόν μαγικές δυνάμεις. Ο Ορφέας, ο αρχαίος ποιητής, ήταν επίσης ο αρχέτυπος τραγουδιστής των θεογονιών, που τις χρησιμοποιεί για να ηρεμήσει τις θάλασσες και τις θύελλες στην Αργοναυτική εκστρατεία σύμφωνα με τον Απολλώνιο, και για να συγκινήσει τις πετρώδεις καρδιές των Θεών του κάτω κόσμου κατά την κάθοδό του στον Άδη. Όταν ο Ερμής εφηύρε τη λύρα, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τραγουδήσει για τη γέννηση των Θεών. Η θεογονία του Ησίοδου, είναι ο πληρέστερος διασωθείς απολογισμός των Θεών, αλλά και ο πληρέστερος διασωθείς καταγεγραμμένος τρόπος λειτουργίας του αρχαϊκού ποιητή, αναφέρει τη μακροχρόνια επίκλησή στις Μούσες για έμπνευση . Η θεογονία αποτέλεσε επίσης το θέμα πολλών χαμένων ποιημάτων και εδαφίων, που αποδίδονται στον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Επιμενίδη, τον Αβάρι και τα οποία χρησιμοποιούνταν σε τελετουργικά μυστήρια. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Πλάτωνας ήταν γνώστης κάποιας εκδοχής της Ορφικής θεογονίας. Μερικά τμήματα αυτών των έργων έχουν διασωθεί από αναφορές Νεοπλατωνικών φιλοσόφων σε παπύρους που πρόσφατα ήρθαν στον φως. Ένας από αυτούς, ο πάπυρος Derveni αποδεικνύει ότι τον 5ο αιώνα π.χ. υπήρχε τουλάχιστον ένα θεογονικό-κοσμογονικό ποίημα του Ορφέα. Αυτό το ποίημα προσπάθησε να υπερκεράσει την θεογονία του Ησίοδου και πρόσθεσε στη γενεαλογία των Θεών την Νυξ (νύχτα) ως την προκάτοχο του Ουρανού, του Κρόνου και του Δία.
Οι πρώτοι κοσμολόγοι άλλοτε δρούσαν ενάντια και άλλοτε υποστήριζαν δημοφιλείς μυθικές εκδοχές που υπήρχαν στον ελληνικό κόσμο. Μερικές από αυτές τις δημοφιλείς εκδοχές ίσως έχουν εξαχθεί από την ποίηση του Ομήρου και του Ησίοδου. Στον Όμηρο, η γη περιγράφεται ως ένας επίπεδος δίσκος στην επιφάνεια του Ωκεάνιου ποταμού που επιβλέπεται από έναν ημισφαιρικό Ουρανό με ήλιο, φεγγάρι και αστέρια. Ο Ήλιος διέσχιζε τον ουρανό με το άρμα του τη μέρα και έπλεε γύρω από τη γη σε ένα χρυσό κύπελλο τη νύχτα. Ο ήλιος, η γη, ο ουρανός, οι ποταμοί και οι άνεμοι καλούνταν στις προσευχές ως προστάτες και στους όρκους ως μάρτυρες. Οι φυσικές σχισμές θεωρούνταν είσοδοι του κάτω κόσμου, το βασίλειο του Άδη.
Από την μεγάλη ποικιλία μύθων και θρύλων από όπου αποτελείται η ελληνική μυθολογία, οι γηγενείς θεότητες περιγράφονται ως έχουσες ιδανικά σώματα. Σύμφωνα με τον Walter Burkert, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής ανθρωπομορφίας είναι ότι "οι θεοί είναι άτομα, και όχι αφηρημένες έννοιες, ιδέες η αντιλήψεις". Ανεξάρτητα από τις υποκείμενες μορφές, οι αρχαίοι ελληνικοί θεοί έχουν πολλές φανταστικές ικανότητες. Για παράδειγμα, οι θεοί δεν επηρεάζονται από ασθένειες, και μπορούν να τραυματιστούν κάτω από εξαιρετικά ασυνήθιστες περιστάσεις. Οι Έλληνες θεωρούσαν την αθανασία ως διακριτικό χαρακτηριστικό των θεών. Η αθανασία, καθώς και η αιώνια νεότητα, προέκυπταν από την συνεχή χρήση αμβροσίας και νέκταρ, με τα όποια το θεϊκό αίμα ανανεωνόταν στις φλέβες τους
Κάθε θεός κατάγεται από το δικό του γενεαλογικό δέντρο, επιδιώκει διαφορετικούς στόχους, έχει μια ορισμένη περιοχή εμπειρογνωμοσύνης, και διέπεται από μια μοναδική προσωπικότητα. Ωστόσο, οι περιγραφές αυτές προκύπτουν από πληθώρα αρχαϊκών τοπικών παραλλαγών, οι οποίες δεν συμπίπτουν πάντα.
Οι περισσότεροι θεοί σχετίζονται με συγκεκριμένες πτυχές της ζωής. Για παράδειγμα, η Αφροδίτη ήταν η θεά του έρωτα και της ομορφιάς, ο Άρης ήταν ο θεός του πολέμου, ο Άδης ήταν ο θεός των νεκρών, και η Αθηνά η θεά της σοφίας και του θάρρους. Ορισμένες θεότητες, όπως ο Απόλλων και ο Διόνυσος, ήταν πολύπλοκες προσωπικότητες και συνδύαζαν πολλές λειτουργίες, ενώ άλλες, όπως η Εστία και Ήλιος, ήταν κάτι παραπάνω από προσωποποιήσεις..
ΡΩΜΑΙΚΗ
Η Ρωμαϊκή μυθολογία είναι δυνατόν να εξεταστεί σε δύο διακριτά τμήματα. Το ένα τμήμα της, ύστερο και φιλολογικό, σχετίζεται κυρίως με τις επιδράσεις που δέχθηκε από τηνΕλληνική μυθολογία. Το άλλο κυρίως πρώιμο και λατρευτικό, λειτουργούσε με έναν τρόπο διαφορετικό από εκείνον της Ελληνικής μυθολογίας.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι αρχαίοι Ρωμαίοι δεν είχαν μύθους, έως ότου τουλάχιστον οι ποιητές τους άρχισαν να δανείζονται τα ελληνικά πρότυπα στην ύστερη περίοδο της ρωμαϊκής δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα οι Ρωμαίοι δεν είχαν τους αναγκαίους κοσμογονικούς μύθους και αλληλοδιαπερώμενες αφηγήσεις για τους θεούς τους, όπως για παράδειγμα η Γιγαντομαχία ή η Τιτανομαχία.
Αυτό που διέθεταν, όμως, οι Ρωμαίοι -πιθανώς εξαιτίας της αλληλεπίδρασής τους με τους Ετρούσκους ήταν:
• ένα, υψηλά ανεπτυγμένο τελετουργικό σύστημα, ομάδες ιερέων και "συμπλέγματα" σχετικών θεοτήτων, κυρίως συνδεδεμένων με την φύση.
• ένα πλούσιο πλέγμα ιδρυτικών μύθων για την ίδρυση και την άνοδο της πόλης τους, στο οποίο εμπλέκονταν και ανθρώπινοι χαρακτήρες, με θεϊκές παρεμβάσεις κατά περίπτωση.
Το ρωμαϊκό διανοητικό πρότυπο ανέπτυξε έναν πολύ διαφορετικό τρόπο καθορισμού και σκέψης περί της έννοιας της θεότητας από αυτόν που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, αν ρωτούσε κανείς έναν Έλληνα για τη Δήμητρα, πιθανώς να απαντούσε με τον πολύ γνωστό μύθο της θλίψης της για την αρπαγή της Περσεφόνης από τονΠλούτωνα.
Ένας αρχαίος Ρωμαίος, αντίθετα, θα σας έλεγε ότι η Κέρες-Δήμητρα είχε έναν επίσημο ιερέα που ονομαζόταν φλάμις (flamen), δηλαδή στεφανηφόρος, που ήταν νέος ανάμεσα στους ιερείς του Δία Jupiter αλλά αρχαιότερος ανάμεσα στους ιερείς της Φλόρας και της Πομόνας. Πιθανώς, επίσης, να σας έλεγε ότι η θεά αποτελεί τριάδα μαζί με άλλους δύο αγροτικούς θεούς, τον Λίμπερ και την Λίμπερα. Κατόπιν θα συνέχιζε να αραδιάζει όλους τους ελάσσονες θεούς με τις ιδιότητές τους: Sarritor (ωρίμανση), Messor (συγκομιδή), Convector (μεταφορά), Conditor (αποθήκευση), Insitor (σπορά) και πολλούς άλλους.
Έτσι διαμορφώθηκε η Ρωμαϊκή "μυθολογία", τουλάχιστον όσον αφορά στους θεούς, όχι από αφηγήσεις της θεϊκής επιφάνειας αλλά με διασυνδέσεις και περίπλοκες εσωτερικές σχέσεις ανάμεσα στους θεούς και τους θεούς ή τους θεούς και τους ανθρώπους.
Η αρχική θρησκεία της πρώιμης περιόδου τροποποιήθηκε με την πρόσθεση πολλών και αντικρουόμενων πίστεων στους ύστερους χρόνους. Παρότι φαίνεται ίσως παράδοξο ηΡώμη ως δημοκρατία και η Ρώμη των αυτοκρατορικών χρόνων υπήρξε ίσως το πλέον ανεξίθρησκο κράτος εκείνων αλλά και πολλών μεταγενέστερων αιώνων. Ο κύριος όγκος του μυθολογικού υλικού που υιοθέτησαν οι Ρωμαίοι ανήκει κυρίως στην Ελληνική μυθολογία. Όλα όσα διασώθηκαν για την αρχαία θρησκεία δεν τα μαθαίνουμε από σύγχρονές τους μαρτυρίες, αλλά από την προσπάθεια μεταγενέστερων να διασώσουν τις αρχαίες παραδόσεις από την λήθη στην οποία εγκαταλείπονταν, όπως ο Βάρρων, , λόγιος του 1ου μ.Χ. αιώνα. Άλλοι κλασικοί συγγραφείς όπως ο ποιητής Οβίδιος στο Fasti (Εορταστικό ημερολόγιο), επηρεάστηκαν πολύ από τον Ελληνιστικό πολιτισμό και στα έργα τους χρησιμοποιούσαν συχνά ελληνικές πίστεις προκειμένου να γεμίσουν τα κενά της ρωμαϊκής παράδοσης.
Η ρωμαϊκή τελετουργική πρακτική των επίσημων ιερατείων διακρίνει δύο τάξεις θεών, τους dii indigetes (αυτόχθονες) και τους dii novensides ή novensiles (καινοφανείς). Οιαυτόχθονες ήταν οι αρχικοί θεού του ρωμαϊκού κράτους. Τα ονόματα και η φύση τους υποδεικνύεται από τα ονόματα των πρωιμότερων ιερέων και από τις καθορισμένες εορταστικές εκδηλώσεις του ρωμαϊκού ημερολογιακού κύκλου. Τριάντα τέτοιοι θεοί τιμούνταν σε ειδικές γιορτές. Οι novensides ήταν ύστερες θεότητες, των οποίων η λατρεία εισήχθη στην πόλη κατά την ιστορική περίοδο, συνήθως σε γνωστή ημερομηνία και συνήθως συνδεόταν με μια ιδιαίτερη κρίση της ρωμαϊκής κοινωνίας. Οι πρώιμες ρωμαϊκές θεότητες περιλάμβαναν, εκτός από τους di indigetes, ένα πλήθος εξειδικευμένων θεών, των οποίων τα ονόματα επικαλούνταν προκειμένου να εκτελέσουν διάφορες δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα η συγκομιδή. Τμήματα του αρχαίου τελετουργικού που συνόδευαν δραστηριότητες όπως το όργωμα και η σπορά υποδεικνύουν ότι σε κάθε στάδιο της διαδικασίας επικαλείτο και μια ξεχωριστή θεότητα, το όνομα της οποίας προερχόταν από το ανάλογο ρήμα, (π.χ. οργώνω, σπέρνω). Τέτοιες θεότητες είναι δυνατόν να ομαδοποιηθούν στην κατηγορία των βοηθητικών θεών, που επικαλούνταν οι αρχαίοι Ρωμαίοι μαζί με τις μείζονες θεότητες. Η πρώιμη ρωμαϊκή θρησκεία δεν ήταν τόσοπολυθεϊσμός όσο πολυδαιμονισμός, με την αρχαία χρήση του όρου δαίμων. Η αντίληψη του πιστού για τα πλάσματα που επικαλείτο βασιζόταν απλώς στη γνώση των ονομάτων και των ιδιοτήτων τους, και το νοούμενον (numen) των θεϊκών πλασμάτων ή η δύναμή τους εκδηλωνόταν με εντελώς εξειδικευμένους τρόπους.
ΣΟΥΜΕΡΙΟΙ
Οι Σουμέριοι είχαν μια πολυθεϊστική θρησκεία με ανθρωπόμορφες θεότητες, οι οποίες εκπροσωπούσαν δυνάμεις ή οντότητες του κόσμου, όπως στη μεταγενέστερη ελληνική μυθολογία. Οι θεοί αρχικά δημιούργησαν τους ανθρώπους για να τους υπηρετούν, αλλά τους ελευθέρωσαν όταν έγινε δύσκολο γι' αυτούς να τους ελέγξουν και να τους χειραγωγήσουν.
Πολλοί μύθοι των Σουμερίων είναι παρόμοιοι με ιστορίες των υπολοίπων θρησκειών της Μέσης Ανατολής. Για παράδειγμα, οι βιβλικές αναφορές για τη δημιουργία του ανθρώπου και τον κατακλυσμό του Νώε μοιάζουν πάρα πολύ με τους σουμεριακούς μύθους, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι γράφτηκαν αιώνες νωρίτερα της Παλαιάς Διαθήκης και τηςΒίβλου. Σουμεριακές θεότητες μοιάζουν χαρακτηριστικά με θεότητες της ακκαδικής και της καναανιτικής μυθολογίας, ενώ κάποιοι μύθοι ή θεότητες μπορούν να παραλληλιστούν με αντίστοιχους της ελληνικής μυθολογίας, όπως η κάθοδος της Ινάννα στον κόσμο των νεκρών με την αρπαγή της Περσεφόνης στον Κάτω Κόσμο.
Κάθε πόλη του πολιτισμού της Μεσοποταμίας ξεκινούσε από ένα μικρό αστικό κέντρο γύρω από ένα ιερό. Κατά το πέρασμα των αιώνων, οι πόλεις αναπτύσσονταν κι εξελίσσονταν σε πόλεις-κράτη με τείχη και μεγαλύτερα ιερά και ναούς. Το μέγεθος των ναών σταδιακά αυξανόταν κι έτσι δημιουργήθηκαν τα ζιγκουράτ, τεράστιοι ναοί με πολλά επίπεδα που άγγιζαν τον ουρανό. Ίσως από τους ναούς αυτούς να προέρχεται ο εβραϊκός μύθος για τον Πύργο της Βαβέλ.
Κάθε ιερό έπαιρνε το όνομά του από μια συγκεκριμένη θεότητα. Με την ανάπτυξη του Σουμεριακού πολιτισμού, οι θεότητες των Σουμερίων αποτέλεσαν ένα πάνθεον συγκεκριμένων θεοτήτων , γνωστό ως Ανουνάκι. (Anu = Ουρανός, Na = Και, Ki = Γη). Έτσι, αντί ο Άνου να αποτελούσε το θεό των ουρανών, "ήταν" ο ουρανός. Οι ναοί των θεών αναπτύσσονταν και σταδιακά αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη σημασία μέσα στις πόλεις, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα σύστημα ιεραρχίας κι ο αρχιερέας να αποκαλείται Εν. Ο θεός των ανέμων λεγόταν Λιλ κι έτσι δημιουργήθηκε ο θεός Ενλίλ: οι θεοί στο εξής αποκτούσαν όλο και περισσότερα ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά.
Το σύμπαν αρχικά δηιουργήθηκε όταν η Νάμου, η προσωποποιημένη άβυσσος, γέννησε τους πρωταρχικούς θεούς. Σύμφωνα με τους Βαβυλωνίους, η πρώτη ένωση ήταν μεταξύ της θεότητας Τιαμάτ και του Απσού, από την οποία προήλθαν οι Λαχαμού και Λαχμού, οι φρουροί του ναού της πόλης Ερίντου, που γέννησαν τους Ανσάρ και Κισάρ, ουράνιες στήλες, οι οποίοι θεωρούνται γονείς του Άνου και της Κι, του ουρανού και της γης. Από αυτές τις θεότητες προήλθε και η ονομασία Ανουνάκι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Ο Άνου και η Κι γέννησαν τον Ενλίλ, τον αρχηγό του σουμεριακού πάνθεου. Μετά την εκδίωξη του Ενλίλ από τη Ντιλμούν, την οικία των θεών, εξαιτίας του βιασμού της Νινλίλ, εκείνη γέννησε το Νάννα, θεό της σελήνης. Ο Νάννα κι η Νινγκάλ γέννησαν την Ινάννα ή Ιστάρ και στον Ούτου ή Σαμάς.
Η Νάμου γέννησε επίσης τον Ένκι, που έλεγχε τις "εξουσίες" και τους "νόμους" του κόσμου, μέχρι που η Ινάννα τους πήρε από την Ερίντου, πόλη του Ένκι, και τους μετέφερε στην πόλη της, την Ουρούκ. Η μεταφορά αυτή μπορεί να αντικατοπτρίζει αρχαία πολιτικά γεγονότα στην περιοχή του Νότιου Ιράκ.
ΑΙΓΥΠΤΙΟΙ
Οι κυρίαρχες πεποιθήσεις αρχαίων Αιγυπτίων συγχωνεύονταν και τροποποιούνταν ανάλογα με το ποιες ηγετικές ομάδες διεκδικούσαν την πολιτική εξουσία, επιβάλλοντας τις λατρευτικές πεποιθήσεις του ηγεμονικού οίκου τους. Αρχικά ο Ρα και ο Άμων συγχωνεύθηκαν σε μία θεότητα, τον Άμμωνα-Ρα και αργότερα ο Ρα απορροφήθηκε με τη σειρά του από τον Ώρο, για να δημιουργηθεί μια νέα θεότητα με το όνομα Ρα-Χεράκτυ. Ο Πτα από την άλλη, γενόμενος Πτα-Σεκέρ, απορροφήθηκε από τον Όσιρι, ο οποίος μετουσιώθηκε σε Πτα-Σεκέρ-Όσιρις. Το ίδιο συνέβη με τις θηλυκές θεότητες. Η Άθωρ αρχικά απορρόφησε τις ιδιότητες των άλλων θεαινών και με τη σειρά της αφομοιώθηκε στο αρχέτυπο της Ίσιδας. Ο Σετ, αρχικά ήρωας, απορρόφησε τις όψεις άλλων 'κακών' θεοτήτων, πολύ περισσότερα μάλιστα αφού υπήρξε αγαπημένος θεός των Υξώς.
Το τέλος των πολλαπλών συγχωνεύσεων κατά την περίοδο της ελληνιστικής περιόδου στην Αίγυπτο, έμεινε μόνο η τριάδα Όσιρις, Ίσις, Ώρος και ο έχθρός τους Σετ, όπως φαίνεται στον μύθο του Όσιρι και της Ίσιδας. Η τριάδα απορρόφησε αρκετές από τις προγενέστερες θρησκείες, που διατηρούσαν το δικό τους λατρευτικό κέντρο - Άβυδος (Όσιρις), Ντεντερά (Ίσις) και Εντφού (Ώρος). Η συγχώνευση προχώρησε ακόμη περισσότερο με αποτέλεσμα ο Ώρος να γίνει όψη του Όσιρι και το αντίθετο, οδηγώντας σε ένα είδος ενοθεϊσμού και όχι μονοθεϊσμού όπως συχνά αναφέρεται. Τούτος ο ενοθεϊσμός βέβαια υπήρξε και προγενέστερα, καθώς κατά τον 13ο αιώνα ο Ακενατόν ή Εχνατόν προσπάθησε να εισάγει την ενοθεϊστική λατρεία του Ατόν, του ίδιου του ηλιακού δίσκου, λατρεία η οποία αργότερα ανετράπη.
Ένα σύντομο διάστημα μονοθεϊσμού συνέβη υπό την βασιλεία του Ακενατόν, εστιασμένη στην αιγυπτιακή ηλιακή θεότητα Ατέν ή Ατ-Ον (ατ = δίσκος, Ον = ήλιος). Ο Ακενατόν κήρυξε εκτός νόμου οποιαδήποτε άλλη λατρεία, έκλεισε τους ναούς και επέβαλε δημόσια λατρεία σε υπαίθριους βωμούς ενώ έκτισε μια νέα πρωτεύουσα, την (Αμάρνα) γύρω από τον ναό του Ατέν. Η θρησκευτική του μεταρρύθμιση κράτησε μόνο μέχρι τον θάνατο του γαμβρού του Τουτανκχαμούν (βλ. και Τουταγχαμών). Στην πραγματικότητα, η αφαίρεση του Ακενατόν και του Τουταγχαμών από τον Τοίχο των Βασιλέων είναι πιθανό να σχετίζονται με δραστικές θρησκευτικές αλλαγές.
Σύμφωνα με ορισμένους αιγυπτιολόγους, ιδιαίτερα εκείνους που εκφράζουν την ιουδαιοχριστιανική αντίληψη, δεν είναι ορθό να θεωρείται η περίοδος του Ακενατόν ως μονοθεϊστική. Κατά την άποψή τους οι πιστοί δεν λάτρευαν τον Ατέν αλλά την βασιλική οικογένεια ως πάνθεον θεοτήτων που λάμβαναν τη θεία δύναμή τους από τον Ατέν. Σύμφωνα με άλλους αιγυπτιολόγους η περίοδος του Ακενατόν είναι μονοθεϊστική ως προς τη φύση της.
Μετά την πτώση της δυναστείας Αμάρνα η αρχική θρησκεία επεβίωσε ως κυρίαρχη πίστη, έως την εγκαθίδρυση του Κοπτικού Χριστιανισμού και του Ισλάμ, αν και οι Αιγύπτιοι διατήρησαν τη σχέση τους με άλλες μονοθεϊστικές λατρείες. Η Αιγυπτιακή θρησκεία με τις συγκρητικές τάσεις της πρόβαλε μικρή αντίσταση στη διάδοση του Χριστιανισμού.
ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΗ
Στη σκανδιναβική μυθολογία το Σύμπαν αποτελείται από τρία επίπεδα που χωρίζονται το καθένα σε άλλα τρία, δίνοντας συνολικά εννέα «κόσμους». Ο καθένας συγκρατείται στη θέση του από ένα κλαδί του Υγκντράσιλ, του Παγκόσμιου Δένδρου. Τα τρία βασικά επίπεδα είναι το Χελ, το Μίντγκαρντ και το Άσγκαρντ, δηλαδή η Γη των Νεκρών, η Γη των Ανθρώπων και η Γη των Θεών. Ωστόσο υπάρχουν και άλλα όντα: οι Νάνοι, τα Ξωτικά του Φωτός, οι Γίγαντες, τα Ξωτικά του Σκότους κλπ. Ακόμα και οι Θεοί είναι χωρισμένοι σε δύο ομάδες, τους Βανίρ (θεοί της γονιμότητας) και τους Εσίρ (θεοί του πολέμου).
Αν και οι δύο φατρίες των θεών πολέμησαν μεταξύ τους, τελικά επήλθε ειρήνη στο Άσγκαρντ και ο Οντίν –αρχηγός των Εσίρ– αναγνωρίστηκε ως πατέρας και κεφαλή όλων. Για να διασφαλιστεί αυτή η ηρεμία οι Εσίρ και οι Βανίρ αντάλλαξαν ομήρους. Ένας από αυτούς ήταν και ο πάνσοφος Μιμίρ των Εσίρ, με τον οποίον οι Βανίρ εξοργίστηκαν και του έκοψαν το κεφάλι. Ο Οντίν το ταρίχευσε και το τοποθέτησε δίπλα στο Σιντριβάνι του Μιμίρ, μία πηγή νερού από την οποία όποιος έπινε αποκτούσε απέραντη σοφία (όπως ο ίδιος ο Μιμίρ). Έτσι σε περίπτωση κρίσης ο πατέρας των θεών συμβουλεύεται το ασώματο κρανίο.
Παρόλο που οι θεοί είναι ανώτεροι όλων των προαναφερόμενων πλασμάτων δεν είναι αθάνατοι και πρόκειται να αφανιστούν στη συντέλεια του κόσμου, το Ράγκναροκ: μία εποχή όπου ένας βαρύς χειμώνας θα καλύψει τη Γη, η βία θα κυριαρχήσει, ο λύκος Φένριρ θα καταπιεί το φεγγάρι και τον Ήλιο και τελικά η ζωή θα χαθεί. Η πραγματικά ανώτατη δύναμη είναι οι Νόρνες (αντίστοιχες με τις ελληνικές Μοίρες), οι οποίες αντιπροσωπεύουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ακόμα και οι κάτοικοι του Άσγκαρντ υπακούν στις Νόρνες.
Όσον αφορά τον Οντίν, ο οποίος ονομάζεται και Γκρίζος Θεός, υπάρχουν πολλές ιστορίες που τον αναφέρουν. Όταν ο κόσμος και ο ίδιος ήταν νέοι, και ενώ οι Εσίρ πολεμούσαν ακόμα με τους Βανίρ, ο Οντίν αποζήτησε δύναμη. Έτσι προσφέρθηκε να θυσιάσει το δεξί του μάτι στον Δράκο, φρουρό του Σιντριβανιού του Μιμίρ, ώστε να μπορέσει να πιει από την πηγή. Από τότε έμεινε μονόφθαλμος αλλά και πάνσοφος, ενώ η δύναμη του Σιντριβανιού του χαρίζει ισχυρή όραση στο μοναδικό του μάτι. Μία άλλη, παρόμοια αλλά πιο επώδυνη θυσία που έκανε ήταν να κρεμαστεί από ένα κλαδί του Παγκόσμιου Δένδρου. Για εννέα ημέρες και εννέα νύχτες τυραννιόταν από τον πόνο, μέχρι που με τεράστια προσπάθεια της θέλησής του κατάφερε να διαβάσει τους μαγικούς ρούνους που είχε σκαλίσει στο μπαστούνι του και το οποίο είχε αφήσει στη βάση του Δένδρου (οι ρουνικοί φθόγγοι θεωρούνταν πως διέθεταν υπερφυσικές και μαγικές δυνάμεις). Έτσι ξαναγεννήθηκε αθάνατος και –έχοντας πιει και από το Σιντριβάνι του Μιμίρ– έγινε αρχηγός όλων των θεών φέρνοντας την ειρήνη στο Άσγκαρντ, καθώς και αιώνιος άρχοντας του πολέμου, της ποίησης, της μαγείας και της σοφίας.
Ωστόσο οι Νόρνες έχουν ήδη πει πως ο Οντίν πρόκειται να πεθάνει κατά το Ράγκναροκ και ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε θα τελειώσει. Αλλά ο Γκρίζος Θεός, δείχνοντας την αληθινή ηθική του πολεμιστή, σκοπεύει να μάχεται μέχρι το τέλος. Έτσι έχει διατάξει τις εννέα φτερωτές κόρες του, τις Βαλκυρίες, να συλλέγουν από τα πεδία της μάχης του Μίντγκαρντ τα πνεύματα των νεκρών ηρώων και να τους μεταφέρουν στη Βαλχάλλα –το παλάτι των Εσίρ στο Άσγκαρντ, χτισμένο από τους δύο αδελφούς Γίγαντες Φάφνερ καιΦασόλτ. Εκεί, την ημέρα οι γενναίοι πολεμιστές μάχονται μεταξύ τους και τη νύχτα οι Βαλκυρίες τούς ταΐζουν υδρόμελι για να θεραπεύουν τις πληγές τους, μία αιώνια προπόνηση ώστε να επιτεθούν κάποτε στα όντα που θα επιφέρουν τη συντέλεια του κόσμου. Είναι ο στρατός του Οντίν που θα πολεμήσει μόνο μία φορά, στο Ράγκναροκ, όπου ο ίδιος ο Γκρίζος Θεός πρόκειται να πέσει.
Άλλοι σημαντικοί θεοί της σκανδιναβικής μυθολογίας είναι η Φρίγκα, προστάτιδα της οικογενειακής εστίας και του γάμου, σύζυγος του Οντίν. Ακόμα ο Λόκι, θεός της απάτης, οΘωρ, θεός του κεραυνού, και η Φρέγια, θεά του έρωτα και όμηρος των Εσίρ από τους Βανίρ. Δημοφιλής είναι και ο Μπόλντερ, γιος του Οντίν και ευγενής θεός του φωτός ο οποίος δολοφονήθηκε χωρίς ιδιαίτερο λόγο από τον Λόκι. Οι υπόλοιποι Εσίρ εξοργίστηκαν και φυλάκισαν τον τελευταίο, λέγοντας πως θα απελευθερωθεί μόνο κατά το Ράγκναροκ. ΟΧοντ, τυφλός θεός του χειμώνα που ακούσια σκότωσε τον Μπόλντερ ξεγελασμένος από τον Λόκι, βρήκε τελικά τον θάνατο στα χέρια του Βάλι –νεότερου γιου του Οντίν που γεννήθηκε αποκλειστικά για να εκδικηθεί τη δολοφονία του θεού του φωτός.
ΑΖΤΕΚΟΙ
πολιτισμού των Αζτέκων. Κυρίαρχη θέση σε αυτό το πλέγμα των μύθων έχει ο ιδρυτικός μύθος και το πάνθεον των Αζτέκων, έτσι όπως διαμορφώθηκε κατά την περίοδο ίδρυσης της αυτοκρατορίας
Η ίδρυση του κράτους των Αζτέκων αρχίζει με τον μύθο του Ουιτζιλοπότστλι. Aντλώντας από τον μύθο των πέντε ηλίων και τους μεσοαμερικανικούς μύθους της δημιουργίας, γνωστούς στην ευρύτερη επικράτεια του Μεξικού οι Αζτέκοι δημιούργησαν τους δικούς τους μύθους, οι οποίοι βρίσκονται μόνο στον δικό τους πολιτισμό. Οι προφητείες και οι αιτιολογίες για την ανάπτυξη του κράτους των Αζτέκων -κάτι που συμβαίνει σε όλους τους ιδρυτικούς εθνικούς ή φυλετικούς μύθους εμφανίζονται πριν από τη γέννηση της κεντρικής θεότητας, του Ουιτζιλοπότστλι. Η μητέρα του Ουιτζιλοπότστλι, Κοατλίκουε, (Εκείνη με το φιδίσιο ένδυμα), τελούσε το ιερό καθήκον της στο όρος του Ερπετού, κοντά στην Τούλα, μαζεύοντας έναν θύσανο φτερών, όταν ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος. Οι τετρακόσιοι γιοι και η κόρη της Κογιολξάουκι θύμωσαν και αποφάσισαν να τη σκοτώσουν. Διαμόρφωσαν λοιπόν μια στρατιά την οποία οδηγούσε η Κογιολξάουκι και επιτέθηκαν.
Τότε γεννήθηκε σε μια στιγμή ο Ουιτζιλοπότστλι, πλήρως ανεπτυγμένος, πλήρως οπλισμένος, με ασπίδα και λόγχη. Έφερε πύρινο σκήπτρο με κεφαλή φιδιού και με αυτό επιτέθηκε στην αδελφή του, τεμαχίζοντας το σώμα της. Κατόπιν επιτέθηκε στον υπόλοιπο στρατό, σκοτώνοντας και διασκορπίζοντας τους αδελφούς του. Με αυτόν τον τρόπο ο νεογέννητος έγινε καθοδηγητής των Μεσίκα στο μακρύ ταξίδι τους για μόνιμη εγκατάσταση. Οι Μεσίκα με δυσκολίες και περιπέτειες έφτασαν στον τόπο που ονομαζότανΤενοτστιτλάν. Εκεί ο θεός εμφανίστηκε στα όνειρα ιερέων για να τους καθοδηγήσει στην επιλογή του τόπου. Φθάνοντας στην ελώδη γη μια λίμνης ακολούθησαν τους οιωνούς, έναν αητό που έτρωγε φίδι, και εγκατέστησαν εκεί την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τους.
ΙΝΚΑΣ
Με τον όρο μυθολογία των Ίνκα εννοείται το σύνολο των ιστοριών και των θρύλων, μέσω των οποίων διαμορφώνονται και συμβολίζονται τα θρησκευτικά πιστεύω του πολιτισμού των Ίνκα. Με την κατάκτηση του Περού από το Φρανσίσκο Πιζάρρο, κάηκαν οι γραπτές πηγές του πολιτισμού των Ίνκα. Συνεπώς, η γνώση για τη μυθολογία του λαού αυτού προέρχεται από όποιες καταγραφές υπήρχαν εκείνη την περίοδο, από την αρχιτεκτονική και τα αγγεία των Ίνκα, καθώς και από τους μύθους και τους θρύλους που επέζησαν μες στην προφορική παράδοση των ιθαγενών.
Ο Μάνκο Κάπακ ήταν ο θρυλικός ιδρυτής της δυναστείας των Ίνκα στο Περού και στο Κούζκο. Γύρω από την προσωπικότητά του περιστρέφονται πολλοί θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από αυτούς, ο Μάνκο Κάπακ ήταν γιος του Βιρακότσα, ενώ άλλος θρύλος λέει ότι ανήλθε από τα βάθη της λίμνης Τιτικάκα μέσω του θεού του ήλιου, Ίντι.
Σχετικά με την ίδρυση της πόλης Κούζκο, υπάρχει ο εξής μύθος: ο Μάνκο Κάπακ κι ο αδερφός του, Πατσακαμάκ, ήταν γιοι του θεού Ίντι. Μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια τους, στάλθηκαν από τον Ίντι στη γη μαζί με ένα χρυσό ραβδί, υπαγορεύοντάς τους να χτίσουν ένα Ναό αφιερωμένο στο θεό Ήλιο όπου προσγειωνόταν το ραβδί. Το χρυσό ραβδί βυθίστηκε στο Κούζκο, που ονομάστηκε ομφαλός του κόσμου.
Όπως και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι Ίνκα επέτρεπαν στους πολιτισμούς που ενσωματώνονταν στην αυτοκρατορία τους να διατηρήσουν τη θρησκεία τους, συενπώς υπάρχουν πολλές θεότητες με παρόμοιους ρόλους.
ΚΕΛΤΕΣ
Με τον όρο Κελτική μυθολογία εννοείται το σώμα μύθων των κελτικών λαών σε όλο το εύρος της γεωγραφικής τους εξάπλωσης. Όσα γνωρίζουμε για την κελτική μυθολογία σταχυολογoύνται στο μεγαλύτερο τμήμα τους από τα βιβλία και τα χειρόγραφα της μεσαιωνικής Ιρλανδίας και τηςΟυαλίας. Αυτές οι λογοτεχνικές πηγές συμπληρώνονται από το εικονογραφικό και αρχαιολογικό αρχείο του προ-χριστιανικού κελτικού κόσμου τηςΕποχής του Σιδήρου, παράλληλα με τις εξωτερικές παρατηρήσεις για τους κελτικούς λαούς και τη δρυιδική θρησκεία τους από μαρτυρίες που μετέφεραν αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Ποσειδώνιος, ο Πλούταρχος και ο Ιούλιος Καίσαρας.
Από αυτές τις διαφορετικές πηγές μπορούμε να αναπτύξουμε μερικώς την εικόνα ενός μαγικο-θρησκευτικού συστήματος που αντλεί ενίοτε στοιχεία σε ό,τι αφορά στις πρακτικές και τις πεποιθήσεις του εμφανώς από άλλα σημεία του ινδοευρωπαϊκού κόσμου κατά την τελευταία χιλιετία πριν την έλευση του Χριστιανισμού. Από μία άλλη άποψη, ιδιαίτερα από την οπτική γωνία της κελτικής παράδοσης της Ιρλανδίας, είναι επίσης δυνατό να διακρίνουμε σε αυτήν τη μυθολογική αφήγηση μια ασυνήθιστα περίπλοκη αισθητική και μεταφυσική σύλληψη, η οποία οφείλει ενδεχομένως την παρουσία της στα γηγενή στοιχεία της προϊστορικής Δύσης -συμπεριλαμβανομένων των πρώιμων μεγαλιθικών πολιτισμών της Παλαιολιθικής και της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3500 -1500 Π.Κ.Ε.).
Ο κελτικός μυθολογικός κόσμος είναι ουσιαστικά ανιμιστικός. Σε αυτόν τον κόσμο η κηδεμονεύουσα θεά, η αντιπροσώπευση της ζωής και της γονιμότητας του βασιλείου καταλάμβανε σημαντική θέση. Ο αρσενικός θεός, ο σύζυγος αυτής της θεϊκής ύπαρξης συνδεόταν στενότερα με τονανθρώπινο κόσμο της φυλής και των διαφορετικών προγόνων του. Ο ζωικός συμβολισμός, πιθανή κληρονομιά των τοτεμικών θρησκευτικών μορφών, διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην κελτική διαμόρφωση του ιερού. Τέλος, ο κελτικός μυθολογικός κόσμος διαπερνάται από ένα πλήθος παράλληλων πραγματικοτήτων, γνωστές συλλογικά ως Άλλος κόσμος ή Αλλόκοσμος -όποιος τέμνει ενίοτε τον φυσικό κόσμο, δημιουργώντας σημεία εισόδου για τα μαγικά όντα και τη δημιουργία θαυμαστών φαινομένων.
Η μεταβλητότητα ήταν η σφραγίδα του ονειροχρονικού, ανιμιστικού κόσμου. Για τον προϊστορικό νου όλα όσα τον περιέβαλλαν φαίνονταν ασταθή, είτε αυτά αφορούσαν σε ανθρώπους είτε σε ζώα και στη φύση γενικότερα. Τα όρια ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση –ιδιαίτερα το ζωικό βασίλειο- φαίνονταν ασταθή, με αποτέλεσμα ιδιαίτερα είδη του ζωικού και του φυσικού βασιλείου να παρουσιάζουν ομοιότητες προς την ανθρώπινη ψυχική διάθεση ή φυσική μορφή. Η απόδοση τέτοιου είδους συμπαθητικών συγγενειών ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον του θεμελίωσε ένα επίσης διακριτό σύστημα μαγικο-θρησκευτικών πεποιθήσεων γνωστό στην ανθρωπολογία και τη θρησκειολογία με τον γενικό όρο τοτεμισμός. Ο τοτεμισμός φαίνεται πως έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας σε όλα τα μήκη και πλάτη της υδρογείου και ο κελτικός πολιτισμός δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Τούτο φαίνεται ιδιαίτερα στις διαφορετικές σχολές βάρδων που διατήρησαν την αρχαία παράδοση, ακόμη και μετά την περίοδο του μεσαίωνα.
Ο βασικός κελτικός τοτεμικός μύθος φαίνεται να προϋποθέτει ένα απόμακρο παρελθόν, στο οποίο δεν ήταν ακόμα πλήρως διακεκριμένα τα χαρακτηριστικά που διαιρούν τις κατηγορίες της φύσης. Σε αυτό το απόμακρο παρελθόν πρόγονοι που συνδύαζαν τα ανθρώπινα και ζωικά –ακόμα και φυσικά- χαρακτηριστικά γνωρίσματα συνδέθηκαν με ανθρώπινες πατριές ως προστατευτικά τοτέμ. Κάθε μια από αυτές τις πατριές αισθανόταν συγγένεια με το ζώο ή το σχετικό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Ήταν μάλιστα απαγορευμένο, δηλαδή taboo να επιχειρήσει κανείς να βλάψει αυτά τα πλάσματα ή το ανάλογο φυσικό τοπίο με οποιονδήποτε τρόπο. Διαφορετικά προκαλούσε το θυμό του δαιμονικού πνεύματος.
Στον μεσαιωνικό κελτικό κόσμο τέτοιες τοτεμιστικές πεποιθήσεις ενσωματώθηκαν τμηματικά στο σύνθετο μυθικό όραμα των νεοδρυιδικών βαρδικών σχολών. Το μοτίβο της μεταμόρφωσης αποτελεί ένα από τα ορόσημα της κελτικής μυθολογίας, όπως σημειώθηκε από διάφορους παρατηρητές. Για παράδειγμα, η μεγάλη κελτική θεά Μποάντα(Boanda), συνδέεται με τις όμορφες αγελάδες της. Ο πολεμιστής-ήρωας Κουχουλάιν (Cuchulainn) συνδεόταν με ένα κυνόμορφο τοτέμ. Το ταμπού ήταν ο φόνος των σκυλιών και το όνομά του σήμαινε κυριολεκτικά "το κυνηγόσκυλο του Culann (το Smith)'. Ο Κόναλ Κέρναχ (Conal Cernach), σαν τον αρχαίο κερασφόρο γαλατικό θεό Κερνούνο, (ο Χερν ο Κυνηγός της αγγλικής μυθολογίας), συνδέθηκε τόσο με το φίδι όσο και με το αρσενικό ελάφι. Η λατρεία της θεάς-φορβάδας παίζει σημαντικό ρόλο στην ουαλική κελτική παράδοση με τη μορφή της Ρίανον (Rhiannon). Η εικονογραφία του ειδωλολατρικού βρετανικού κόσμου της Εποχής του Σιδήρου και της ρωμαϊκής Βρετανίας δείχνει ότι ο τοτεμιστικός ζωομορφισμός ήταν τμήμα της εικονογραφίας του ιερού, σε ό,τι αφορά στη δρυιδική μυθολογία.
Η ερμηνεία της μεταμόρφωσης στον κελτικό κόσμο σχετίζεται με την δρυιδική πεποίθηση περί μετενσάρκωσης ή πιο συγκεκριμένα της μαγικής μετακίνησης, στοιχεία της οποίας απαντώνται συχνά στα μεσαιωνικά ιρλανδικά και ουαλικά κείμενα. Σε ιρλανδικούς μύθους όπως ο Τόχμαρκ Ιτέιν (Tochmarc Ιtain) ('Ο οδυρμός της Ιτέιν') και επιμέρους ιστορίες από το Ταΐν Μπο Κουέιλγκνε (Tain Bο Cuailgne ή «Επιδρομή του Κούλεϊ»), οι μαγικές μορφές από το μακρινό παρελθόν διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στα πλαίσια της δράσης που τίθεται σε παρόντα χρόνο στο μυθικό αφήγημα. Στο Τόχμαρκ Ιτέιν, που απαντάται και ως «Αποπλάνηση της Ιτέιν", η ηρωίδα μεταμορφώνεται αρχικά από έναν ζηλότυπο ανταγωνιστή σε μαγική μύγα, και κατόπιν περιφέρεται από ακτή σε ακτή ωθούμενη από τις θύελλες της δρυιδικής μαγείας. Αιώνες αργότερα, καταπίνεται από κάποια ευγενή κυρία στην αυλή του Κόνχομπουρ (Conchobur) στο Βασίλειο του Ουλάιντ (Ulaid) και ξαναγενιέται εκεί ως πριγκήπισσα. Στην ενήλικη ζωή της ακολουθείται από τους ανταγωνιστές εραστές του Αλλόκοσμου από την προηγούμενη ύπαρξή της. Η ανταγωνιστική δράση των εραστών της Ιτέιν, από την άλλη –εξαιτίας της εικονοπλασίας της- παραπέμπει στον ανταγωνισμό δύο αρχαίων ταύρων, των οποίων η σύγκρουση προβάλλεται σε δύο μείζονες φυλετικές περιοχές, το Ουλάιντ (Ulaid) και το Κρουάχου (Cruachu). Ένα από τα τμήματα αυτού του έπους αναζητά την ιστορία αυτού του ανταγωνισμού σε δύο δρυίδες της εποχής των μεγαλιθικών μνημείων, τους Όχαλ (Ochall) και Μποντμπ (Bodb). Η μαγική τους σύγκρουση πέρασε μέσα από μια σειρά φυσικών μεταμορφώσεων –ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται το κοράκι, υδρόβια πλάσματα και και φασματικές μορφές– πριν τελικά καταβροχθιστούν με τη μορφή σπόρων σταριού από ένα κοπάδι βοοειδών και ξαναγεννηθούν ως δύο μεγάλοι ταύροι Φιν (Finn) «ο Φωτεινός» και Ντάμπ (Dub) «ο Σκοτεινός» αντίστοιχα.
Δεδομένου ότι εξελικτικά ο άνθρωπος επιτυγχάνει μεγαλύτερο έλεγχο στο περιβάλλον του, η ενστικτώδης δεισιδαιμονία του τοτεμιστικού ανιμισμού αντικαθίσταται από μια ορθολογική, ανθρωπόμορφη μορφή πνευματικότητας, στην οποίο μια ιδιαίτερη ομάδα ανδρών ή γυναικών συμμετέχει σε ημερολογιακές ιεροτελεστίες, ενώ οι θεότητες παρουσιάζουν όλο και περισσότερο ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Στη Βρετανία, αυτή η διαδικασία άρχισε πιθανώς κατά τη διάρκεια της μεγαλιθικής εποχής, συνεχίστηκε στην Εποχή του Σιδήρου και διατηρήθησε ακόμα και στους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους, ενσωματώνοντας και οργανώνοντας ορθολογικά τα αρχαϊκά στοιχεία.
Αντίθετα από άλλες ινδοευρωπαϊκές παραδόσεις, ο κελτικός μυθολογικός κόσμος δεν διέθετε σταθερό πάνθεον λειτουργικών θεοτήτων με τον τρόπο που διέθεταν μυθολογίες όπως η Ελληνική και η Ρωμαϊκή. Αντίθετα, κάθε φυλή διέθετε τους δικούς της προγονικούς ήρωες και θεότητες –στις οποίες απέδιδε σειρά των μυθικών πράξεων- και τους επικαλείτο επανειλημμένα για προστασία και υποστήριξη σε όλους τους τομείς της φυλετικής ζωής. Αυτές οι θεότητες ήταν τόσο πολυάριθμες, ώστε για την πλειοψηφία είναι λιγοστά τα ατομικά στοιχεία που μπορούμε να σταχυολογήσουμε. Ωστόσο, υπήρξαν ορισμένες μορφές που φαίνεται ότι στοίχειωσαν την κελτική φαντασία -αρχετυπικές οντότητες στις οποίες εντασσόταν η ταυτότητα των τοπικών ηρώων, των ηρωίδων ή των προγόνων.
Σαφέστερα από τα άλλα αρχέτυπα αναφέρεται η θεά -οι διασυνδέσεις της οποίας με το έδαφος και τη γονιμότητα απαντώνται σε όλο τον κελτικό κόσμο. Η θεά μπορεί να φέρει την επωνυμία μιας περιοχής – όπως η Έριου για την Ιρλανδία, Κάλιαχ Βερ (Cailliech Beara) για τις νοτιοδυτικές περιοχές της Μποάντα (Boanda), πνεύμα του ποταμού Μπόιν (Boyne) και θεά της ομώνυμης κοιλάδας. Σε άλλες περιστάσεις, αυτή η σχέση υπονοείται μεταφορικά με το μοτίβο του βασιλιά που απεικονίζεται πάντα ως σύζυγος της κυρίαρχης θεάς.
Στην αγκαλιά ενός αληθινού βασιλιά, η θεά παρείχε ζεστασιά και γενναιοδωρία. Στην περίπτωση ενός ψευτοβασιλιά όλα αυτά αποσύρονταν, αφήνοντας πίσω τους εξασθένηση και δυστυχία για τους υπηκόους του, έως ότου βρισκόταν ο αληθινός βασιλιάς. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις στα διάφορα χρονικά ότι τέτοιες πεποιθήσεις διατηρήθηκαν έως τη μεσαιωνική περίοδο, όπως φαίνεται από τους καταλόγους των μεσαιωνικών χρονογραφικών αρχείων όπως το Μπρουτ υ Τγουϊσύγκιον (Brut y Twysygion) ή το Χρονικά των Σκώτων (Chronica Scottorum). Οι ιρλανδικές πηγές είναι περισσότερο πληροφοριακές για αυτή τη σχέση, με μια πρώιμη πραγματεία, το Αουντάκτ Μορέιν (Audact Morainn), στο οποίο ο βασιλιάς παρουσιάζεται λίγο-πολύ ως αρχιερέας της λατρείας της θηλυκής θεότητας, πέρα από πολέμαρχος και φυλετικός αρχηγός.
Ξεχωριστή μεταξύ των Ουαλλών βρίσκουμε την Ρίανον (Rhiannon) τη «μεγάλη βασίλισσα», μία ανάμεσα στις γυναίκες φυλετικούς αρχηγούς και θεές τις Τρι Ριένι (Tri Rieni). Πέρα από την ιρλανδική θάλασσα, ο μυθολογικός κύκλος εξουσιάζεται από την πανταχού παρούσα θεά της κοιλάδας Μπουν, Μποάντ(α), βασίλισσα των νεράιδων του Σύντχε. Είναι ερωμένη του Ιντ Ντάγκντα (Ind Dagda) και μητέρα πολυάριθμων αλλοκοσμικών ηρώων. Συνδέεται μυστηριακά με τον ποταμό Μπουν, όπως ειπώθηκε πιο πάνω, έναν ποταμό γνωστό στις μεσαιωνικές βαρδικές παραδόσεις ως «Στέγη του Ωκεανού».
Οι τιτανικές μορφές των Μωρ Μπέντιγκεϊντφραν (Mawr Bendigeidfran), Μπέλι (Beli) και Κάσναρ Βλέντιγκ (Casnar Wledig) από το Μαμπινόγκιον (Mabinogi) αναδεικνύουν αντίθετα το πατριαρχικό αρχέτυπο του φυλετικού αρχηγού, όπως και οι Ιντ Ντάγκντα (Ind Dagda), Μανάνναν (Manannan) και ύστερες μορφές όπως ο Φιν ΜακΚουμχάιλ (Finn MacCumhail) και ο Ντίαμαιρτ ΜακΚέρμπχολ (Diamairt MacCerbhall) της ιρλανδο-σκωτικής παράδοσης. Διάσημοι ιστορικοί βασιλείς όπως ο Βασιλιάς Αρθούρος, ο Κόελ Χεν (Coel Hen) και ο Ρύντερχ Χάελ (Rhydderch Hael) ανέπτυξαν παρόμοια χαρακτηριστικά, καθώς αυξάνονταν οι μύθοι τους.
Σε αυτά τα βασικά αρσενικά και θηλυκά αρχέτυπα βεβαίως εμφανίστηκε μέσα στην κελτική μυθολογική παράδοση μια μορφή εσωτερικής διαφοροποίησης. Η προφανέστερη είναι η διχοτομία ανάμεσα στο αρχέτυπο της βασίλισσας και το αρχέτυπο της θεάς ή το αρχέτυπο του ήρωα και εκείνο του φυλετικού αρχηγού. Το αρχέτυπο του νεαρού ήρωα φαίνεται πως αντιπροσώπευε τις ασταθείς δυνάμεις της εξέλιξης, της ανάπτυξης και της αλλαγής. Συνήθως πρόσφερε τις δεξιότητες και τις υπηρεσίες του στην αυλή ενός καθιερωμένου βασιλιά, ο οποίος αντιπροσώπευε την αρχή της ώριμης κυριαρχίας, της συνοχής και της ιδιοκτησιακής ευθύνης, μέσω της θρησκευτικής και πολιτικής θέσης του, που νομιμοποιείτο με τον συμβολικό γάμο του με τη θεά.
Παράλληλα με τη διχοτομία ήρωας-φυλετικός αρχηγός, υπάρχουν πολυάριθμα άλλα υποσύνολα μέσα στη βασική δυαδικότητα θεός-θεότητες. Μερικά σημάδια της ινδοευρωπαϊκής επιρροής στην κελτική μυθολογία φαίνονται στην εμφάνιση αυτόνομων λειτουργικών τύπων θεοτήτων. Οι υπάρχουσες θεότητες απέκτησαν στην πορεία του χρόνου συγκεκριμένες διασυνδέσεις με τη μαγεία, με τον πόλεμο ή με τη γεωργία, για παράδειγμα, και εξατομικεύθηκαν. Οι θηλυκές θεότητες διαφοροποιήθηκαν επίσης μέσω αυτής της διαδικασίας σημαντικά: η πανκελτική θεότητα Μπρίγκιντ (Brigit, Brigid) ή Νύφη απέκτησε ιδιαίτερα ισχυρές ταυτόχρονες διασυνδέσεις τόσο με την αγνότητα και την παρθενία, όσο και με τη γονιμότητα ή τον τοκετό. Ήταν επίσης η κόρη θεά –θηλυκό αντίστοιχο ενός εξίσου διαδεδομένου ήρωα και νεαρού θεού του Λούγκους (Lugus) ή Άνγκους ΜακΟκ(Oengus MacOc). Το αντίστοιχό της στο θηλυκό πάνθεον διακρίνεται σε ισχυρές μητρικές μορφές όπως η Μοντρόν ή η Μποάντα, ή οι σκοτεινές θεές Μπαβ και Μόριγκαν, που αντιπροσωπεύουν τις αρχές του πολέμου και της καταστροφής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου